Announcement

Collapse
No announcement yet.

The official ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ thread

Collapse
X
 
  • Filter
  • Time
  • Show
Clear All
new posts

  • #16
    όπως "καλούτσικη" μου είχε γράψει σε μία εκθεση για τον ρατσισμό που έγραψα τον Ιανουάριο την οποία θεωρώ την κορυφαία μου.[/b]
    Είπα οτι εγώ την θεωρώ. Ποιο το πρόβλημα;

    Comment


    • #17
      Είπα οτι εγώ την θεωρώ. Ποιο το πρόβλημα;
      [/b]
      δεν είπα ότι υπάρχει προβλημα.

      απλά, μου φαίνεται ανούσιο να πεις "αυτό που έγραψα το θεωρώ κορυφαίο".
      but that's just me, μη δίνεις σημασία.
      gently hold our heads,
      gently hold our heads on high

      Comment


      • #18
        but that's just me, μη δίνεις σημασία.
        [/b]
        Οντως. Εδω και βλεπει και House

        (28 Απριλιου του καινουργιο οεοεοεοεοε)
        My blog:Doppel's Den

        Comment


        • #19
          "Της είχε μάθει πως τίποτα από όσα γίνονται στο κρεβάτι δεν είναι ανήθικα όταν συνεισφέρουν στη διαιώνιση του έρωτα. Και κάτι που θα γινόταν από τότε σκοπός στην ζωή του: την έπεισε πως ο καθένας έρχεται στην ζωή με μετρημένους τους οργασμούς του κι αυτούς που δε χρησιμοποιεί, για οποιονδήποτε λόγο, δικό του ή ξένο, θεληματικά ή άθελα, χάνονται για πάντα."

          Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας - Gabriel Garcia Marquez

          Comment


          • #20
            δεν είπα ότι υπάρχει προβλημα.

            απλά, μου φαίνεται ανούσιο να πεις "αυτό που έγραψα το θεωρώ κορυφαίο".
            but that's just me, μη δίνεις σημασία.
            [/b]
            Είπα οτι την θεωρώ την κορυφαία μου, δηλαδή την καλύτερη που εγώ έχω γράψει.
            Δεν είμαι ψώνιο φίλε.

            Comment


            • #21
              Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι - Μίλαν Κούντερα

              "Όταν τον ρωτούσαν οι φίλοι του πόσες γυναίκες είχαν περάσει από την ζωή του, έδινε μία αόριστη απάντηση, κι αν εκείνοι επέμεναν, έλεγε: "Καμιά διακοσαριά". Μερικοί φθονεροί υποστήριζαν ότι αυτά ήσαν υπερβολές. Εκείνος εξηγούσε: " Δεν είναι και τόσες πολλές. Έχω σχέσεις με γυναίκες από εδώ και είκοσι πέντε χρόνια περίπου. Διαιρέστε το διακόσια με το είκοση πέντε. Θα δείτε ότι κάνει πάνω κάτω οκτώ καινούριες γυναίκες το χρόνο. Δεν είναι τόσο πολύ".

              Από τότε όμως που ζούσε με την Τερέζα, η ερωτική του δραστηριότητα προσέκρουε σε οργανωτικές δυσχέρειες. Δεν μπορούσε να εξοικονομήσει παρά μιά στενή λωρίδα χρόνου (ανάμεσα στο χειρουργείο και την οικογενειακή του εστία), κι οπωσδήποτε την εκμεταλλευόταν εντατικά (όπως ο αγρότης στα ορεινά καλλιεργεί με σχολαστικότητα το στενό του κλήρο), αυτό όμως δεν μπορούσε να συγκριθεί με το διάστημα των δεκάξι ωρών, που ξαφνικά του είχε χαριστεί. (Λέω δεκαέξι γιατί ακόμα και το οκτάωρο στο οποίο έπλενε τζάμια πρόσφερε χίλιες ευκαιρίες για να κάνει τη γνωριμία νέων πωλητριών, υπαλλήλων ή νοικοκυριών και να τους κλείσει ραντεβού).

              Τι έψαχνε σε όλες αυτές τις γυναίκες; Τι τον τραβούσε κοντά τους; Ο φυσικός έρωτας δεν είναι η αιώνια επανάληψη του αυτού;

              Καθόλου. Παραμένει πάντοτε ένα μικρό ποσοστό αδιανόητου. Όταν έβλεπε μια γυναίκα ντυμένη, μπορούσε φυσικά να φανταστεί λίγο πολύ πως θα ήταν γυμνή (εδώ η πείρα του γιατρού συμπλήρωνε την πείρα του εραστή), αλλά ανάμεσα στην προσέγγιση της ιδέας και στην ακρίβεια της πραγματικότητας, υπήρχε μία μικρή παρεμβολή του αδιανόητου, κι ήταν αυτό το κενό που δεν τον άφηνε σε ησυχία. Κι έπειτα, το κυνήγι του αδιανόητου δεν τελειώνει με την αποκάλυψη της γύμνιας, πάει πιο μακριά: τι καμώματα θα έκανε καθώς θα γδυνόταν; Τι θα έλεγε την ώρα του έρωτα; Σε τι νότες θα ηχούσαν οι στεναγμοί της; Τι μορφασμοί θα χαράζονταν στο πρόσωπό της τη στιγμή της ηδονής;

              Η μοναδικότητα του εγώ κρύβεται ακριβώς στο αδιανόητο που έχει το ανθρώπινο όν. Δεν μπορεί κανείς να διανοηθεί παρά μόνον αυτό που είναι απαράλλαχτο σε όλα τα πλάσματα, αυτό που τους είναι κοινό. Το ατομικό "εγώ", είναι εκείνο που διακρίνεται από το γενικό, δηλαδή αυτό που δεν αφήνεται ούτε να ματευθεί, ούτε εκ των προτέρων να υπολογισθεί, αυτό που πρέπει να αποκαλύψεις, να ανακαλύψεις, να κατακτήσεις στον άλλον.

              Ο Τόμας, που στα δέκα τελευταία χρόνια της ιατρικής του δραστηριότητας, είχε αποκλειστικά ασχοληθεί με τον ανθρώπινο εγκέφαλο, ήξερε ότι δεν υπάρχει τίποτα δυσκολότερο να συλλάβει κανείς από το εγώ. Ανάμεσα στον Χίτλερ και στον Αϊνστάιν, ανάμεσα στον Μπρέζνιεφ και στον Σολτζενίτσιν, υπάρχουν πολύ περισσότερες ομοιότητες από διαφορές. Αν ήθελε κανείς να εκφράσει την ιδέα αυτή με έναν αριθμό, θα μπορούσε να πει ότι ανάμεσα τους υπάρχει ένα εκατομμυριοστό ανομοιότητας και εννιακόσιες ενεννήντα εννέα χιλιάδες εννιακόσια ενενήντα εννέα εκατομμυριοστά ομοιότητας.

              Ο Τόμας είχε την εμμονή της επιθυμίας να ανακαλύψει αυτό το χιλιοστό και να το κυριεύσει, κι αυτό ήταν που συνέθετε για κείνον το νόημα της εμμονής του για τις γυναίκες. Δεν είχε έμμονη ιδέα για τις γυναίκες, είχε έμμονη ιδέα για αυτό που καθεμία τους έχει το αδιανόητο, με άλλα λόγια, είχε την έμμονη ιδέα αυτού του εκατομμυριοστού της ανομοιότητας που διακρίνει μία γυναίκα από τις άλλες.

              (Μπορεί εδώ το πάθος του χειρούργου να συναντιόταν με το πάθος του κατακτητή. Δεν άφηνε το φανταστικό νυστέρι, ακόμα και όταν βρισκόταν με τις ερωμένες του. Προσπαθούσε να κατακτήσει κάτι που ήταν βαθιά κρυμμένο μέσα τους και για το οποίο έπρεπε να σκίσει το επιφανειακό τους περιτύλιγμα).

              Νομιμοποιείται, λοιπόν, να ρωτήσει κανείς γιατί έψαχνε αυτό το χιλιοστό της ανομοιότητας, στη σεξουαλικότητα. Δεν μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να το βρει στο βάδισμα, στα γαστριμαργικά γούστα ή στις αισθητικές προτιμήσεις της μίας ή της άλλης;

              Είναι βέβαια, ότι αυτό το εκατομμυριοστό της ανομοιότητας ειναι παρόν σε όλες τις πλευρές της ανθρώπινης ζωής, εκεί όμως είναι εκτεθειμένο σε κοινή θέα, δεν είναι ανάγκη να το ανακαλύψει κανείς, δε χρειάζεται νυστέρι για να φτάσεις. Το ότι μία γυναίκα προτιμάει το τυρί από τα γλυκά και μία άλλη αποστρέφεται το κουνουπίδι, είναι βέβαια μία ένδειξη ιδιαιτερότητας, βλέπει όμως αμέσως κανείς ότι αυτή η ιδιαιτερότητα είναι όλως δι' όλου ασήμαντη και επιφανειακή, και ότι δεν έχει κανένα νόημα να ενδιαφερθείς για αυτήν και να αναζητήσεις εκεί μία οποιαδήποτε αξία.

              Μόνο στη σεξουαλικότητα αυτό το εκατομμυριοστό της ανομοιότητας εμφανίζεται σαν κάτι πολύτιμο, επειδή είναι απρόσιτο στην κοινή θέα και πρέπει να το κατακτήσεις. Εδώ και μισό αιώνα μόλις, μία τέτοια κατάκτηση απαιτούσε πολύ χρόνο (Εβδομάδες και μήνες ακόμα!) και η αξία του κατακτημένου πράγματος μετριόταν με το χρόνο που είχε αφιερωθεί στην κατάκτησή του. Και σήμερα, όμως, παρ΄όλο που ο χρόνος της κατάκτησης έχει αξιόλογα συντμηθεί, η σεξουαλικότητα εξακολουθεί να μοιάζει με αργυρή κοσμηματοθήκη όπου είναι κρυμένο το μυστικό του γυναικείου εγώ.

              Δεν ήταν λοιπόν η επιθυμία της ηδονής (η ηδονή ερχόταν, που λέει ο λόγος, κάπως σαν επιβράβευση), αλλά η επιθυμία να κυριεύση τον κόσμο (να ανοίξει με το νυστέρι το ξαπλωμένο κορμί του κόσμου) αυτό που τον έριχνε στο κυνήγι των γυναικών."

              Comment


              • #22
                Οι γονείς ήταν σε διάσταση (σπάνιο!).
                Τον έναν παππού τον έλεγαν Άρη.
                Τον άλλον Ηρακλή.

                Για να μην τα πολυλογούμε, όταν είσαι σε διάσταση με τον/την σύζυγο, ο οργανισμός σου παράγει μεγάλες ποσότητες εγωισμού, μέσα στον οποίο βυθίζεται αργά και σαδιστικά η λογική. Έτσι, για να μη χαλάσει το χατίρι καμιάς από τις δυο πλευρές, ο μικρός βαφτίστηκε Άρης-Ηρακλής και όλοι έμειναν ευχαριστημένοι που κανένας δεν έμεινε ευχαριστημένος.

                Δε θέλει και πολύ μυαλό για να φανταστεί κανείς ότι επί σειρά ετών οι συμμαθητές φώναζαν το μικρό με το εκάστοτε σκορ του ποδοσφαιρικού αγώνα των ομώνυμων ομάδων. Έτσι, για κάποιους μήνες ήταν ο ?τρία-ένα?, μετά το ματς του δεύτερου γύρου μετονομαζόταν σε ?δύο-ένα? και τον άλλο χρόνο, αν ήταν άτυχος, συμβιβαζόταν με το ταπεινωτικό για όνομα ανθρώπου ?μηδέν-μηδέν?.

                Αυτό μέχρι τη χρονιά που ο Άρης αντιμετώπισε έναν διαλυμένο οικονομικά και διοικητικά Ηρακλή και του έριξε πέντε γκολάκια, χωρίς να φάει ούτε ένα. Την επόμενη μέρα ο μικρός ήταν ο ?πέντε-μηδέν? και την μεθεπόμενη (δεν ήθελε και πολλή φαντασία) μετονομάστηκε σε ?Χαβάη?.

                Ο δύστυχος Χαβάη άντεξε μόνο μια βδομάδα. Την Παρασκευή μπήκε καθυστερημένα στην τάξη και άρχισε να μοιράζει στους συμμαθητές του μικρά χαρτάκια σε στυλ ?πατέρας στη φυλακή, μάνα στην πρέζα, 17 αδέλφια? κλπ.

                To τι έγραφαν αυτά τα χαρτάκια, κανείς δεν έμαθε ποτέ. Πέντε λεπτά αργότερα, μια τεράστια έκρηξη κατεδάφισε ολόκληρη την τάξη, συμπαρασύροντας στο θάνατο καμιά 25αριά ?αγγελούδια? (θάνατος σε όσους χρησιμοποιούν υποκοριστικά τύπου ?τα ματάκια του?, ?η αδελφούλα του? και ?η τραυματισμένη παιδική ψυχούλα του?, για να πουλήσουν συναίσθημα).

                Την ίδια Κυριακή η ομάδα του Άρη εμφανίστηκε στο γήπεδο με μαύρα περιβραχιόνια σε ένδειξη πένθους για το συμβάν. Η ομάδα του Ηρακλή, αντίθετα, εμφανίστηκε χωρίς σώβρακα γιατί η οικονομική κρίση είχε φτάσει στο απροχώρητο.


                Κωστάκης Ανάν, από το καινούριο βιβλίο
                Η τελική λήθη (δε φάιναλ θολούθιον)
                gently hold our heads,
                gently hold our heads on high

                Comment


                • #23
                  Παίρνουμε βαθιά ανάσα και πάμε...

                  Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, Από τη μεριά του Σουάν - Δεύτερο μέρος, Ένας έρωτας του Σουάν (Μαρσέλ Προυστ)


                  Οι Βερντυρέν δεν προσκαλούσαν σε δείπνο: οι πιστοί είχαν στο σπίτι τους "μία θέση κρατημένη." Για τη βραδιά δεν υπήρχε πρόγραμμα. Ο νεαρός μουσικός έπαιζε πιάνο, αλλά μόνο "αν του έκανε κέφι", γιατί δεν υποχρεωναν κανέναν, κι όπως έλεγε ο κύριος Βερντυρέν: "Όλα για τους φίλους, ζητω η παρέα!" Αν ο πιανίστας ήθελε να παίξει τον καλπασμό από τη Βαλκυρία ή το πρελούδιο του Τριστάνου, η κυρία Βερντυρέν διαμαρτυρόταν, όχι γιατί δεν της άρεσε αυτή η μουσική, αλλά αντίθετα γιατί τη συγκινούσε υπερβολικά. "Λοιπόν επιμένετε να έχω πάλι την ημικρανία μου; Το ξέρετε πώς την παθαίνω κάθε φορά που παίζει αυτό το κομμάτι. Ξέρω καλά τι με περιμένει! Αύριο, όταν θελήσω να σηκωθώ, καλή νύχτα, κανένας δε θα μου παρασταθεί!" Αν δεν έπαιζε πιάνο, συζητούσαν, κι ένας από τους φίλους, συνήθως ο ευνοούμενος τότε ζωγράφος, τους "αμόλαγε", όπως έλεγε ο κύριος Βερντυρέν, "ένα χοντρό χωρατό που τος έκανε όλους να σκάνε στα γέλια", και ιδιαίτερα την κυρία Βερντυρέν, που κάποτε - τόσο συνήθιζε να παίρνει κατά λέξη τις μεταφορικές κεφράσεις που αναφέρονταν στις συγκινήσεις που ένιωθε- ο γιατρός Κοττάρ (νέος πρωτόβγαλτος την εποχή εκείνη) χρειάστηκε να της βάλει στη θέση της τη μσέλα που της είχε φύγει από το πολύ γέλιο.

                  Το επίσημο ένδυμα ήταν απαγορευμένο, γιατί συναντιόνταν σαν "στενοί φίλοι" και για να μη θυμίζουν τους "πληκτικούς", τους οποίους απέφευγαν σαν τους χολεριασμένους και τους καλούσαν μόνο στις μεγάλες βραδινές δεξιώσεις, που οργάνωναν όσο γινόταν πιο σπάνια και μόνο αν αυτό διασκέδαζε το ζωγράφο ή βοηθούσε την προβολή του μουσικού. Τον υπόλοιπο καιρό περιορίζονταν να παίζουν λέγοντας αινίγματα, να δειπνούν μεταμφιεσμένοι, αλλά πάντοτε μεταξύ τους, χωρίς να δέχονται κανέναν ξένο στο μικρό "πυρήνα".

                  Αλλά καθώς η "παρέα" είχε πάρει όλο και μεγαλύτερη θέση στη ζωή της κυρίας Βερντυρέν, πληκτικά, καταραμένα ήταν όλα όσα κρατούσαν τους φίλους μακριά της και τους εμπόδιζαν καμιά φορά να είναι ελεύθεροι: πότε η μητέρα του ενός, πότε το επάγγελμα του άλλου, πότε το εξοχικό σπίτι ή η κακή υγεία κάποιου τρίτου. Αν ο γιατρός Κοττάρ θεωρούσε απαραίτητο να φύγει, αμέσως μετά το τραπέζει, για να επιστρέψει κοντά σε έναν άρρωστο που κινδύνευε: "Ποιος ξέρει", του έλεγε η κυρία Βερντυρέν, "ίσως να είναι καλύτερα για αυτόν να μην τον ενοχλήσετε απόψε. Θα περάσει μία καλή νύχτα χωρίς εσάς. Θα πάτε αύριο το πρωί νωρίς και θα τον βρείτε μία χαρά." Από την αρχή του Δεκέμβρη αρρώσταινε και μόνο στη σκέψη πώς οι πιστοί θα την "παρατούσαν" τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Η θεία του πιανίστα απαιτούσε να δειπνήσει τη μέρα αυτή ο ανιψιός της οικογενειακά, στη δική της μητέρα:

                  "Νομίζετε πώς η μητέρα σας θα πεθάνει, της είπε σκληρά η κυρία Βερντυρέν, αν δε δειπνήσετε μαζί της την Πρωτοχρονια, όπως κάνουν στην επαρχία!"

                  Οι ανησυχίες της ξαναγεννιόνταν τη Μεγάλη Εβδομάδα:

                  "Εσείς γιατρέ, ένας επιστήμονας, ένα ανώτερο πνεύμα, θα έρθετε φυσικά τη Μεγάλη Παρασκευή, όπως κάθε άλλη μέρα, δεν είναι έτσι;" είπε στον Κοττάρ την πρώτη χρονιά, με ύφος σίγουρο, λες και δεν ήταν δυνατό να αμφιβάλλει για την απάντηση. Αλλά έτρεμε καθώς περίμενε να την ακούσει, γιατί αν δεν ερχόταν, κινδύνευε να βρεθει μόνη.

                  "Θα έρθω τη Μεγάλη Παρασκευή... να σας αποχαιρετήσω, γιατί θα περάσουμε τις γιορτές του Πάσχα στην Ωβέρν.

                  - Στην Ωβέρν; για να σας φάνε οι ψύλλοι και τα ζωύφια; σε καλό σας;"

                  Κι ύστερα από μία σιωπή:

                  "Αν τουλάχιστον μας το είχατε πει, θα προσπαθούσαμε να το οργανώσουμε και να κάνουμε μαζί το ταξίδι άνετα."

                  Κι όταν ένας "πιστός" είχε ένα φίλο ή μία "τακτική", ένα φλερτ, ικανό να τον κάνει να τους "παρατήσει" καμιά φορά, οι Βερντυρέν, που δεν τρόμαζαν αν μια γυναίκα είχε εραστή, φτάνει να τον είχε στο σπίτι τους, να τον αγαπούσε ανάμεσά τους και να μην τον προτιμούσε περισσότερο από αυτούς, έλεγαν: "Ε, λοιπόν, φέρτε τον το φίλο σας!" Και τον προσκαλούσαν δοκιμαστικά, για να δουν αν ήταν ικανός να μην έχει μυστικά από την κυρία Βερντυρέν, αν θα ήταν άξιος να γίνει δεκτός στη "μικρή συντροφιά". Αν δεν ήταν, έπαιρναν κατά μέρος τον πιστό που τον είχε παρουσιάσει και φρόντιζαν να τον κάνουν να τσακωθεί με το φίλο του ή με την ερωμένη του. Στην αντίθετη περίπτωση, ο "καινούριος" γινόταν με τη σειρά του πιστός. Έτσι, όταν εκείνη τη χρονιά η κυρία του ημικόσμου διηγήθηκε στον κύριο Βερντυρέν πώς είχε γνωρίσει ένα χαριτωμένο άνθρωπο, τον κύριο Σουάν, κι άφησε να εννοηθεί πως θα χαιρόταν να γίνει δεκτός στο σπίτι τος, ο κύριος Βερντυρέν διαβίβασε την ίδια στιγμή την αίτηση στη γυναίκα του. (Δεν είχε ποτέ γνώμη πριν από τη γυναίκα του κι είχε σαν ιδιαίτερη αποστολή να εκτελεί τις επιθυμίες της, καθώς και τις επιθυμίες των πιστών, με πολλά τεχνάσματα γεμάτα επινοητικότητα.)

                  "Η κυρία ντε Κρεσύ έχει κάτι να σου ζητήσει. Θα επιθυμούσε να σου παρουσιάσει ένα φίλο της, τον κύριο Σουάν. Τι θα έλεγες;

                  - Μα πώς είναι δυνατό να αρνηθεί κανείς κάτι σε ένα μικρό αριστούργημα. Σιωπή! Δεν ζητάει κανείς τη γνώμη σας, σας λέω πώς είστε ένα μικρό αριστούργημα.

                  - Αφού το θέλετε, απάντησε η Οντέτ σε τόνο θεατρικού χαριεντισμού και πρόσθεσε: Ξέρετε πώς δεν πάω fishing for compliments.

                  - Ε, λοιπόν, φέρτε μας το φίλο σας, αν είναι ευχάριστος!"

                  Βέβαια, ο "μικρός πυρήνας" δεν είχε καμία σχέση με την κοινωνία όπου σύχναζε ο Σουάν, κι οι καθαρόαιμοι κοσμικοί θα θεωρούσαν πώς άδικα είχε κερδίσει μία τόσο ξεχωριστή θέση στην κοινωνία αυτή, αφού ζητούσε να τον παρουσιάσουν στους Βερντυρέν. [...]

                  Comment


                  • #24
                    Ρε γαμώτο εσείς που διαβάζετε βιβλία είστε λίγο μάγκες. Πρέπει να δώσεις προσοχή στη σύνταξη και γενικά να δώσεις την απαραίτητη συγκέγντωση γιατί αλλιώς θα καταλήξεις να διαβάζεις αφηρημένα τις λέξεις, χωρίς να πιάνεις το νόημα. Δεν είναι μόνο το βιβλίο τέχνη, αλλά και το διάβασμα αυτού! Παρόλα αυτά, μετά από κάμποση ώρα κατάλαβα και γω τι λέει το κείμενο.
                    Για πες μας Evans, τί σε έκανε να μας δείξεις το συγκεκριμένο απόσπασμα; Βρίσκεις κάποιο ιδιαίτερο νόημα που θέλει να μας περάσει;
                    The illusion of free will is an illusion.

                    Comment


                    • #25
                      Βασικά από την πρώτη στιγμή που διάβασα αυτό το κομμάτι του βιβλίου μου δημιουργήθηκε μία και μόνη εικόνα: αυτή μιας κλειστής ομάδας/ κοινωνίας, η οποία δέχεται με πολύ αυστηρά κριτήρια τα μέλη της και σνομπάρει όσους δεν πληρούν τις προδιαγραφές της. Το βιβλίο μιλάει για μία οικογένεια (Βερντυρέν), που δημιούργησαν έναν "πυρήνα," στον οποίο δέχονται ανρθώπουν που απέχουν από την καλή κοινωνία. Το ενδιαφέρον εμφανίζεται στο σημείο που μαθαίνουμε περισσότερα πράγματα για τους Βερντυρέν και μπορούμε να τους κρίνουμε πιο ολοκληρωμένα. Μαθαίνουμε ουσιαστικα ότι σνομπάρουν όσους δεν πληρούν τα κριτήριά τους και όσους διαφωνούν μαζί τους ή ξεπερνούν το επίπεδό τους. Επειδή βέβαια ένας άνθρωπος από μόνος του δεν μπορεί να ζήσει με όλη αυτήν την απαξίωση, έφτιαξαν τον "πυρήνα," στον οποίον και προσκαλούν άτομα που να μπορούν να τα ελέγχουν ή να τα επηρεάζουν, τόσο ώστε να επιβεβαιώνουν τις δικές τους απόψεις και τον εαυτό τους έναντι όσων διαφωνούν μαζί τους.

                      Ουσιαστικά πρόκειται για την περιγραφή μίας κατάστασης όπου μία μερίδα ανθρώπων δημιουργεί ένα στενό κύκλο ψέματος και υποκρισίας, μέσα στον οποίο οι κεντρικές/ιδρυτικές φιγούρες κινούν τα νήματα, ελέγχουν και διαμορφώνουν συνειδήσεις και απόψεις. Ό,τι βρίσκεται έξω από αυτόν τον κύκλο δέχεται την έντονη κριτική Βερντυρέν/ αρχηγών του κύκλου και φυσικά όλων των "πιστών." Όταν κάποιος από τους "πιστούς" εκφράσει μία άποψη διαφορετική, τότε είναι που εξοστρακίζεται από αυτών και μπαίνει στην ομάδα των δήθεν/ υποκριτών ή όπως αλλιώς μπορεί ο "πυρήνας" να χαρακτηρίζει τους ανθρώπους έξω από αυτόν.

                      Το κεφάλαιο, στο οποίο εντάσσεται η παραπάνω περιγραφή, μιλάει για τον έρωτα ενός από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, του Σουάν. Άνθρωπος ιδιαίτερα καλλιεργημένος και σπουδαγμένος, με πολλά πάθη, ερωτεύεται μία κοπέλα που ανήκει στον κύκλο των Βερντυρέν. Στην προσπάθειά του να την κατακτήσει, θυσιάζει κάθε καλοπέραση στον "καλό κόσμο" και αφήνεται στην υποκουλτούρα των Βερντυρέν, οι οποίοι αρχικά τον αποδέχονται, ενώ στη συνέχεια του δίνουν να καταλάβει ότι είναι παρίσακτος. Μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία διαφαίνεται η ψυχολογία του Σουάν, ο έρωτάς του για την Οντέτ και πολλά άλλα πράγματα, γνώριμα και καθημερινα σε όλους τους ανθρώπους.

                      Comment


                      • #26
                        Αααα μάλιστα! Πολύ ενδιαφέρον! Και άξιο βέβαια αναφοράς! Δεν μου πέρασε απ' το μυαλό το συγκεκριμένο νόημα. Σκέφτηκα ότι θέλει να μας δείξει το φόβο της μοναξιάς και τη νοοτροπία μεγαλωμένων ανθρώπων.
                        Διάβασα και το πιο πάνω απόσπασμά σου! Εκεί το κατάλαβα το νόημα. Τι να πω παιδιά, ψαγμένα κείμενα!
                        The illusion of free will is an illusion.

                        Comment


                        • #27
                          Mόλις είδα το 21 grams και μου ήρθε στο μυαλό αμέσως το παρακάτω απόσπασμα το οποίο και παραθέτω :

                          ΑΛΕΞΗΣ ΖΟΡΜΠΑΣ (Νίκος Καζαντάκης)

                          Ο Ζορμπάς κοίταξε τ΄ αστέρια με το στόμα ανοιχτό, σα να τα ΄βλεπε για πρώτη φορά.
                          - Τι να γίνεται εκεί πάνω! μουρμούρισε.
                          Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε:
                          - Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα
                          στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα καμε; Γιατί τα καμε; Και
                          πάνω απ΄ όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;
                          - Δεν ξέρω Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το
                          πιο απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το ξηγήσω.
                          - Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.
                          Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα
                          πως δεν ξέρω χορό.
                          - Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δε λένε αυτό, τι
                          λένε;
                          - Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν΄ απαντήσει σε αυτά που ρωτάς,
                          Ζορμπά, αποκρίθηκα.
                          - Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι
                          του στις πέτρες.
                          Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:
                          - Καναβάρο! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.
                          - Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί.
                          Στράφηκε πάλι σε μένα.
                          - Εγώ θέλω να μου πεις από πού ερχόμαστε και πού πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια
                          μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές· θα ΄χεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί· τι ζουμί
                          έβγαλες;
                          Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε· αχ, να μπορούσα να του
                          ΄δινα μιαν απόκριση!
                          Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε
                          η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη· μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: το
                          Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ΄ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; Ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να
                          προχωρέσει.
                          - Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.
                          Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:
                          - Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ΄ ένα φυλλαράκι
                          γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η Γη μας· τ΄ άλλα φύλλα είναι τ΄ αστέρια που
                          βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το
                          ψαχουλεύουμε με λαχτάρα· τ΄ οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει· το γευόμαστε, τρώγεται· το
                          χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
                          Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου· από την άκρα
                          αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε.
                          Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τ΄ άλλα
                          φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν΄ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να
                          φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας
                          κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...
                          Σταμάτησα. Ήθελα να πω: “Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η Ποίηση” μα ο Ζορμπάς δε θα
                          καταλάβαινε και σώπασα.
                          - Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;
                          - ... αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι
                          φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λενέ:
                          “Θεός”· άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: “Μου
                          αρέσει”.
                          O Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα· βασανίζουνταν να καταλάβει.
                          - Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο· τον κοιτάζω και δε φοβούμαι· όμως
                          ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος. Δεν
                          υπογράφω!
                          Σώπασε μα γρήγορα φώναξε πάλι:
                          - Όχι, δε θ΄ απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: “Σφάξε με, αγά
                          μου, ν΄ αγιάσω!”
                          Δε μιλούσα· στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.
                          - Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.
                          Δε μιλούσα. Να λες “Ναι!” στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου
                          λεύτερη βούληση – αυτός, ίσως είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το ΄ξερα, και γι 'αυτό δε μιλούσα.

                          Comment


                          • #28
                            Μπράβο ρε bart, ωραίος ο ζορμπάς..

                            "[...] Οι ναύτες είναι ακροβάτες. Φοράνε θαλασσιές φόρμες ή χακί ξεβαμμένες, γιομάτες μικρές κουκίδες κόκκινες, πράσινες, μαύρες, άσπρες. Μπορούνε ν' ανεβούνε στην κορφή του καταρτιού από ένα σκοινί, χωρίς ν' ακουμπάνε τα πόδια τους πουθενά. Μπορούν να κρατηθούν για μια στιγμή κρεμασμένοι απ' τα δόντια, να περπατήσουνε πάνω σ' έναν κάβο τεντωμένο κι από κάτω τους να κυλάει το ρέμα. Τα χέρια τους είναι γιομάτα σημάδια από χτυπήματα, μαγκώματα. Σε κάποιους λείπει δάχτυλο. Το 'φαγε μακαράς, συρματόσκοινο, βίντσι. Απόμεινε χάμω ζεστό για λίγο. Η γάτα το μύρισε κι έφυγε. Ο σκύλος του καραβιού το γνώρισε και το 'γλειψε. Το σάρωσε το τζόβενο μαζί με τ' άλλα σκουπίδια.
                            [...] Όταν δείτε σε καμιάν εξοχή έναν άνθρωπο να 'ναι ακουμπισμένος με την πλάτη σ' έναν τοίχο και να καπνίζει ή να παίζει το κομπολόι του, είναι ναυτικός που 'χει πάρει τη σύνταξή του. Έχει πιάσει, καθώς λένε, αγκωνάρι."


                            Νίκος Καββαδίας, Βάρδια.

                            Comment


                            • #29
                              I saw the best minds of my generation destroyed by madness, starving hysterical naked,
                              dragging themselves through the negro streets at dawn looking for an angry fix,
                              angelheaded hipsters burning for the ancient heavenly connection to the starry dynamo in the machinery of night,
                              who poverty and tatters and hollow-eyed and high sat up smoking in the supernatural darkness of cold-water flats floating across the tops of cities contemplating jazz,
                              who bared their brains to Heaven under the El and saw Mohammedan angels staggering on tenement roofs illuminated,
                              who passed through universities with radiant cool eyes hallucinating Arkansas and Blake-light tragedy among the scholars of war,
                              who were expelled from the academies for crazy & publishing obscene odes on the windows of the skull,
                              who cowered in unshaven rooms in underwear, burning their money in wastebaskets and listening to the Terror through the wall,
                              who got busted in their pubic beards returning through Laredo with a belt of marijuana for New York,
                              who ate fire in paint hotels or drank turpentine in Paradise Alley, death, or purgatoried their torsos night after night
                              with dreams, with drugs, with waking nightmares, alcohol and cock and endless balls,
                              incomparable blind; streets of shuddering cloud and lightning in the mind leaping toward poles of Canada & Paterson
                              illuminating all the motionless world of Time between...

                              Όταν ένα κείμενο ξεκινά με τη φράση "είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου κατεστραμμένα από την τρέλα, να λιμάζουν γυμνά, υστερικά", είσαι υποχρεωμένος να του δώσεις προσοχή.

                              Allen Ginsberg, "The Howl". Εδώ το υπόλοιπο.

                              Τι βλέπεις όταν έχεις πράσινα μάτια?

                              Στο Βιλαμπάχο ακόμα τρίβουν...

                              Η μόνη διαφορά ανάμεσα σε μένα και σε ένα τρελό είναι πως εγώ δεν είμαι τρελός - Σαλβαδόρ Νταλί

                              Comment


                              • #30
                                Τα στερνά του Γιούγκερμαν (Μ. Καραγάτσης)

                                Η κριτική θα μπορούσε να είναι art caduc, αν δεν ήταν υποσυνείδητη εκδήλωση πλέγματος μειονεξίας. Επομένως, με τέτοιες προϋποθέσεις, δε δύναται παρά να καλλιεργεί τον πρόσκαιρο φιλιστινισμό και μόνο. Οδηγεί τις πλάνες των όχλων κι ακολουθεί την αλήθεια των λαών. Έχει πολύ λογισμό, λίγη διαίσθηση και διόλου αυτοπεποίθηση. Η αξία της είναι υποκειμενική και όχι αντικειμενική. Κι η ζωή της εφήμερη...

                                Comment

                                Working...
                                X