Announcement

Collapse
No announcement yet.

The official ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ thread

Collapse
X
 
  • Filter
  • Time
  • Show
Clear All
new posts

  • #31
    Τα σπίτια αυτά, δε βρίσκετε, είναι κατασκευασμένα στο μέτρο των τετράγωνων φιλοδοξιών μας και των μικρών μας αίσθημάτων: η υγρασία ποτίζει, διαπερνά τα πάντα, οι βουλωμένοι σωλήνες γαργαρίζουν σα να ρεύονται, οι μοκέτες ξεκολλάνε, αναπόφευκτα ρεύματα αέρα σφυρίζουν στις χαραμάδες, αλλά αγοράζουμε έπιπλα από τη Σίντρα για ναμκρύψουμε μιζέρια και λεκέδες πίσω από επίχρυσα σκαλίσματα δήθεν αρχαία, με τον ίδιο τρόπο που βτύνουμε το στενό εγωισμό μας με ένα παρουσιαστικό εκδικητικής γενναιοδωρίας.

    Ο πατέρας συνήθιζε να μου διηγείται πως ο βασιλιάς Φίλιππος αναφώνησε κάποτε στον αρχιτέκτονα του Εσκοριάλ Ας κάνουμε κάτι που ο κόσμος θα πει πως ήμασταν τρελοί. Ορίστε λοιπόν, στην περίπτωση αυτήν η διαταγή που έλαβε ο χοντρός με το κράνος και την οδοντογλυφίδα που επέβλεψε τη θεμελίωση αυτών των ακατανόητων τεράτων, των επιδεικτικών κλουβιών, θα πρέπει να ήταν
    Ας κάνουμε κάτι που ο κόσμος θα πει πως ήμασταν μόγγολα.

    Αντόνιο Λόμπο Αντούνιες, Στου διαόλου τη μάνα. Αν κάποιος σκοπεύει να διαβάσει το "Ταξίδι στην άκρη της νύχτας" του Σελίν, ας μην το κάνει πριν διαβάσει αυτό το βιβλίο.
    Τι βλέπεις όταν έχεις πράσινα μάτια?

    Στο Βιλαμπάχο ακόμα τρίβουν...

    Η μόνη διαφορά ανάμεσα σε μένα και σε ένα τρελό είναι πως εγώ δεν είμαι τρελός - Σαλβαδόρ Νταλί

    Comment


    • #32
      "AN AYTO ΠΟΥ ΒΡΗΚΕΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΥΛΗ ΣΤΗΝ ΚΑΘΑΡΗ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗ ,ΠΟΤΕ ΔΕ ΘΑ ΣΑΠΙΣΕΙ.
      ΚΑΙ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙΣ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙΣ.ΑΝ ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ ΜOΝΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΙΑΙΑ ΛΑΜΨΗ
      ΦΩΤΟΣ ,ΣΑΝ ΤΗΝ ΕΚΡΗΞΗ ΕΝΟΣ ΑΣΤΕΡΙΟΥ,ΤΟΤΕ ΔΕ ΘΑ ΒΡΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΟΤΑΝ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙΣ.ΘΑ
      ΕΧΕΙΣ ΔΕΙ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΕΚΡΗΞΗ ΦΩΤΟΣ. ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΓIΑ ΑΥΤΟ ΑΞΙΖΕ ΤΟΝ ΚΟΠΟ."
      Ο ΑΛΧΗΜΙΣΤΗΣ , PAULO COELHO
      Deus Misereatur...
      Gloria filiorum patres i.e.m.e
      Viva los Vatos Locos

      ---------------------
      UNITED WE STAND DIVIDED WE FALL...

      Comment


      • #33
        Στεκόμαστε γυμνοί απ' όνειρα
        κάτω απ' τα μαύρα σύννεφα
        απόγονοι του τίποτα
        πελάτες της σιωπής
        έχουμε τσέπες αδειανές
        και στην καρδιά δυο μνήματα
        μια άδεια μποτίλια δίπλα στο κρεβάτι
        είναι ο μόνος μας συγγενής.
        Κορόνα γράμματα ποντάρουμε
        το θάνατό μας
        την ίδια κλίση παίρνουμε
        φλερτάροντας γκρεμούς
        κι όταν δε θα 'χουμε πια τίποτα δικό μας
        ο έρωτας θα μας τσακίσει
        και θα μας κάνει αληθινούς.

        Θα μ' αγαπάς, θα μ' αγαπάς
        μα δε θα φτάνει
        άγονη βροχή θα πέφτει πάνω μου
        το χάδι σου
        και εγώ σαν γέρικο σκυλί μες το λιμάνι
        θα πεθαίνω στο πλάι σου.
        Deus Misereatur...
        Gloria filiorum patres i.e.m.e
        Viva los Vatos Locos

        ---------------------
        UNITED WE STAND DIVIDED WE FALL...

        Comment


        • #34
          Τα στερνά του Γιούγκερμαν (Μ. Καραγάτσης)

          "Πρέπει".
          Ο πιο άδειος λόγος, μες στην απέραντη κενολογία της ανθρώπινης γλώσσας. Το σύμβολο της ματαιότερης δεοντολογίας. Τι πάει να πει "πρέπει;" Ποια είν' εκείνη η δύναμη που μπορεί να επιβάλει στον άνθρωπο τη δοσμένη αλήθεια, την αλήθεια που αντικειμενοποιείται; "Πρέπει." Ποιος ανόητος γέννησε αυτό το λόγο, και ποιος τρελός πίστεψε σ' αυτόν; Το πρόβλημα των πράξεών μας - της ζωής μας δηλαδή το πρόβλημα - δε βρίσκεται στη δεοντολογία, μα στο δυναμισμό. Ας κάνουμε ό,τι μπορούμε. Είναι ο μοναδικός πλούτος της μάταιης ύπαρξής μας. Το τι πρέπει ή έπρεπε να κάνουμε, ας μείνει για στερνή παρηγοριά ή τυράγνια του τραγικού ισολογισμού των γερατειών. Κι οι μεταγενέστεροι ας κρίνουν. Ας ανεγείρουν ανδριάντα στον τάφο μας, ας χτίσουν βεσπασιανή. Η λόξα της υστεροφημίας παιδεύει μόνο τους κενόδοξους, εκείνους που η Μοίρα τους φυλάει τον απολυτότερο θάνατο. Το διαισθάνονται, γι' αυτό ανησυχούν...
          Πρέπει...

          Comment


          • #35
            Ο Φωτεινός Θάλαμος (Roland Barthes)

            Η "ιδιωτική ζωή" δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ζώνη εκείνη του χώρου και του χρόνου όπου δεν είμαι μια εικόνα, ένα αντικείμενο. Είναι πολιτικό δικαίωμά μου να είμαι ένα υποκείμενο, που οφείλω να υπερασπιστώ.

            Comment


            • #36



              Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary,
              Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
              While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
              As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
              `'Tis some visitor,' I muttered, `tapping at my chamber door -
              Only this, and nothing more.'

              Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
              And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
              Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow
              From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore -
              For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore -
              Nameless here for evermore.

              And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
              Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before;
              So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
              `'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door -
              Some late visitor entreating entrance at my chamber door; -
              This it is, and nothing more,'

              Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
              `Sir,' said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore;
              But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
              And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
              That I scarce was sure I heard you' - here I opened wide the door; -
              Darkness there, and nothing more.

              Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
              Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before;
              But the silence was unbroken, and the darkness gave no token,
              And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!'
              This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!'
              Merely this and nothing more.

              Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
              Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
              `Surely,' said I, `surely that is something at my window lattice;
              Let me see then, what thereat is, and this mystery explore -
              Let my heart be still a moment and this mystery explore; -
              'Tis the wind and nothing more!'

              Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
              In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.
              Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
              But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door -
              Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door -
              Perched, and sat, and nothing more.

              Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
              By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
              `Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, `art sure no craven.
              Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore -
              Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!'
              Quoth the raven, `Nevermore.'

              Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
              Though its answer little meaning - little relevancy bore;
              For we cannot help agreeing that no living human being
              Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door -
              Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door,
              With such name as `Nevermore.'

              But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only,
              That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
              Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered -
              Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before -
              On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before.'
              Then the bird said, `Nevermore.'

              Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
              `Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store,
              Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster
              Followed fast and followed faster till his songs one burden bore -
              Till the dirges of his hope that melancholy burden bore
              Of "Never-nevermore."'

              But the raven still beguiling all my sad soul into smiling,
              Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;
              Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
              Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore -
              What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
              Meant in croaking `Nevermore.'

              This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
              To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
              This and more I sat divining, with my head at ease reclining
              On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,
              But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er,
              She shall press, ah, nevermore!

              Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
              Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
              `Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent thee
              Respite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore!
              Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!'
              Quoth the raven, `Nevermore.'

              `Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -
              Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
              Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted -
              On this home by horror haunted - tell me truly, I implore -
              Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!'
              Quoth the raven, `Nevermore.'

              `Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil!
              By that Heaven that bends above us - by that God we both adore -
              Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
              It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore -
              Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?'
              Quoth the raven, `Nevermore.'

              `Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting -
              `Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
              Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
              Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!
              Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!'
              Quoth the raven, `Nevermore.'

              And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
              On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
              And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
              And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;
              And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
              Shall be lifted - nevermore!
              Originally posted by Raf
              Η Νίντι λίγο το πάει αλλιώς, ε, έχουμε τον Ραμπ εκεί να ψιλοτρολάρει.

              Comment


              • #37
                Σομάρι πάρε άλλες δύο αναγνώσεις.

                Από Christopher Walken (υποκλίνομαι!)

                Christopher Walken reading The Raven, I was going to make it really visually trippy but thought Poe's image was trippy enough!! Walken has the perfect voice ...


                Από Willem Dafoe (από το δίσκο "The Raven" του Lou Reed)




                Αν ο James Earl Jones το διάβαζε με τη φωνή του Darth Vader θα κέρδιζε πολλούς πόντους. *ΧΧΧΦΦΦΦΦΦΦ* Only this, and nothing more *ΧΧΧΧΧΧΧΦΦΦΦΦΦΦ* young Skywalker.
                Τι βλέπεις όταν έχεις πράσινα μάτια?

                Στο Βιλαμπάχο ακόμα τρίβουν...

                Η μόνη διαφορά ανάμεσα σε μένα και σε ένα τρελό είναι πως εγώ δεν είμαι τρελός - Σαλβαδόρ Νταλί

                Comment


                • #38
                  Toy Walken την άκουσα ήδη...του Dafoe asap, βρήκα και αυτό...πολύ καλό και respect στον μακαρίτη Vincent



                  Αν ο James Earl Jones το διάβαζε με τη φωνή του Darth Vader θα κέρδιζε πολλούς πόντους. *ΧΧΧΦΦΦΦΦΦΦ* Only this, and nothing more *ΧΧΧΧΧΧΧΦΦΦΦΦΦΦ* young Skywalker.


                  Originally posted by Raf
                  Η Νίντι λίγο το πάει αλλιώς, ε, έχουμε τον Ραμπ εκεί να ψιλοτρολάρει.

                  Comment


                  • #39
                    Είχα την εντύπωση ότι είχαμε thread, τέλος πάντων. Το πέτυχα στο poiein.gr, μου άρεσε και το βάζω. Είναι ελαφρώς clopy απο το γνωστό έργο του Κάφκα, μάλιστα έγινε και ψιλό θέμα στο site, αλλά, και πάλι, έριξα επικό χαμόγελο όταν το διάβασα.

                    ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

                    Κάθε μέρα χτυπούσες την πόρτα του μεγάλου πύργου και κανείς δε σου άνοιγε.
                    Κάθε μέρα σε ρώταγε ο φύλακας «Τι θέλεις;» κι’ εσύ αποκρινόσουν «Ήρθα να δω τους άρχοντες» κι’ εκείνος έλεγε «Κανείς δεν επιτρέπεται να δει τους άρχοντες» κι’ εσύ του απαντούσες «Κάποια μέρα, κάποια μέρα θα ξεσπάσει η επανάσταση και τότε αυτό το κάστρο θα γκρεμιστεί συθέμελα και οι άρχοντες που πίνουν το αίμα μας τόσα χρόνια θα πληρώσουν για όσα μας έκαναν» και ο φύλακας γέλαγε, και σε χτύπαγε φιλικά στην πλάτη και σούλεγε «Αύριο πάλι, αύριο πάλι θα τα ξαναπούμε».
                    Χτες το βράδυ, αποκαμωμένος, κοιμήθηκες στα σκαλοπάτια του μεγάλου πύργου.
                    Το πρωί σηκώθηκες, τεντώθηκες, και χτύπησες την πόρτα.
                    «Τι θέλεις;» σε ρώτησε ο φύλακας κι’ εσύ «Ήρθα να δω τους άρχοντες» του αποκρίθηκες. «Δεν υπάρχουν άρχοντες» απάντησε ο φύλακας κι’ εσύ απορημένος «Τι εννοείς;» τον ρώτησες.
                    Ο φύλακας σε κοίταξε θλιμμένα. «Η επανάσταση έγινε χτες το βράδυ», είπε. «Την έχασες επειδή κοιμόσουν. Τώρα δεν υπάρχουν πια άρχοντες. Τώρα είμαστε όλοι ίσοι και ελεύθεροι».
                    «Τότε…μπορώ να μπω;» ρώτησες διστακτικά.
                    «Όχι», σου απάντησε. «Είμαι τώρα ο Φύλακας της Επανάστασης. Και η επανάσταση κινδυνεύει από κάτι ανθρώπους σαν εσένα».

                    Γιώργος Νικολόπουλος
                    There are two types of people who will tell you that you cannot change the world:
                    Those who are afraid to try, and those who are afraid that you will succeed.

                    Comment


                    • #40
                      Γαμάτο πραγματικά.:resp:
                      Carpe diem

                      Comment


                      • #41
                        Ας χτυπιόμαστε, ας ιδρώνουμε κι ας πολεμούμε - αυτό που λέγεται Μοίρα τηρεί παντοτινά μια ένοπλη ουδετερότητα. Κι όμως, ακόμα κι αν όλα αυτά είναι έτσι, μες στις καρδιές μας πλάθουμε τα μελλούμενα όλου του κόσμου, και μες στις καρδιές μας φτιάχνουμε τους δικούς μας θεούς. Κάθε ινητός ρίχνει την ψήφο του σ'αυτόν που θέλει για κυβερνήτη του κόσμου.΄πΕχω μια φωνή που βοηθάει να πλάσουμε την αιωνιότητα και οι επιθυμίες μου ταράζουν τις τροχιές ακόμα και των πιο μακρινών ήλιων. Κατά δύο έννοιες, είμαστε αυτό ακριβώς που λατρεύουμε. Εμείς οι ίδιοι είμαστε η Μοίρα.

                        Χέρμαν Μέλβιλ, "White - Jacket".
                        Τι βλέπεις όταν έχεις πράσινα μάτια?

                        Στο Βιλαμπάχο ακόμα τρίβουν...

                        Η μόνη διαφορά ανάμεσα σε μένα και σε ένα τρελό είναι πως εγώ δεν είμαι τρελός - Σαλβαδόρ Νταλί

                        Comment


                        • #42
                          ''Το νεαρό άτομο προέρχεται από μια παραπαίουσα οικογένεια, συχνάζει ή και όχι σ’ένα σχολείο που το βλέπει σαν αγγαρεία, βρίσκεται τέλος μπροστά σε μια κοινωνία, στην οποία όλες οι αξίες και οι νόρμες έχουν λίγο πολύ αντικατασταθεί από το βιοτικό επίπεδο, την οικονομική επιφάνεια τις ανέσεις και την κατανάλωση. Ούτε θρησκεία,ούτε πολιτικές ιδέες, ούτε κοινωνική αλληλεγγύη με κάποια τοπική ή εργασιακή κοινότητα, με κάποιους ταξικούς συντρόφους. Αν δεν περιθωριοποιηθεί ( ναρκωτικά, εγκληματικότητα, χαρακτηρολογική αστάθεια) , του μένει η βασική οδός της ιδιώτευσης, που μπορεί αν θέλει να την εμπλουτίσει με μια ή περισσότερες προσωπικές μανίες. Ζούμε στην κοινωνία των λόμπι και των χόμπι''

                          Κορνήλιος Καστοριάδης.
                          Τι βλέπεις όταν έχεις πράσινα μάτια?

                          Στο Βιλαμπάχο ακόμα τρίβουν...

                          Η μόνη διαφορά ανάμεσα σε μένα και σε ένα τρελό είναι πως εγώ δεν είμαι τρελός - Σαλβαδόρ Νταλί

                          Comment


                          • #43
                            Απο το The Screwtape Letters του C.S Lewis.

                            Αγαπητέ μου Wormwood,

                            Σκέφτηκα όσα είπες για τη πνευματική καθοδήγηση του ασθενούς μας και τη διασφάλιση της συνεχούς επικοινωνίας με τον υλιστή φίλο του. Αλλά δεν είσαι λίγο αφελής; Ακούγεται λες και προτείνεις πως η επιχειρηματολογία είναι ο τρόπος για να τον κρατήσουμε μακριά απο τα νύχια του Εχθρού. Ίσως και να ήταν, αν ζούσε μερικούς αιώνες νωρίτερα. Τότε οι άνθρωποι είχαν ακόμα γνώση του πότε κάτι είχε βάση και πότε όχι, και αν είχε βάση τότε το πίστευαν στ' αλήθεια. Ακόμα συνέδεαν τη σκέψη με τη πράξη και ήταν πρόθυμοι να αλλάξουν ακόμα και το τρόπο που ζούσαν εάν η λογική το επέβαλε. Αλλά με τον Τύπο και με άλλα παρόμοια όπλα έχουμε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό αυτό να το αλλάξουμε. Στο νου του ανθρώπου σου, απο τη παιδική του ηλικία κιόλας, διαβιώνουν μαζί δεκάδες ασύμβατες φιλοσοφίες και σκέψεις. Δεν ονομάζει τις θεωρίες ως "ορθές" ή "λάθος" αλλά ώς "ακαδημαϊκές", "πρακτικές", "παρωχημένες", "σύγχρονες", "συμβατικές", "αδίστακτες". Η ασυναρτησία, και όχι η επιχειρηματολογία, είναι ο καλύτερός σου σύμμαχος για να τον κρατήσεις μακριά απο την Εκκλησία. Μη σπαταλάς χρόνο προσπαθώντας να τον πείσεις πως ο υλισμός είναι ορθός! Καν' τον να πιστέψει πως είναι δυνατός, πλήρης, άτρομος - αυτή είναι η φιλοσοφία του μέλλοντος. Γι' αυτά τα πράγματα νοιάζεται ο άνθρωπος.

                            Το πρόβλημα με την επιχειρηματολογία είναι πως μετακινεί την όλη διαμάχη στην επικράτεια του Εχθρού. Και Αυτός μπορεί να επιχειρηματολογήσει, ενώ στη πρακτική προπαγάνδα του είδους που προτείνω, έχει δείξει εδώ και αιώνες πως είναι αρκετά κατώτερος απο τον Υπόγειο Πατέρα μας. Η επιχειρηματολογία ξυπνά τη λογική του ασθενούς μας, και μετά ποιος μπορεί να προβλέψει το αποτέλεσμα; Ακόμα και αν ένας λογικός συνειρμός διαστραφεί υπέρ σου, θα καταλάβεις πως απλά ενδυναμώνεται στον ασθενή σου η επικίνδυνη συνήθεια να τραβάει τη προσοχή του απο τις άμεσες υποκειμενικές του εμπειρίες και να τη στρέφει σε καθολικά, αντικειμενικά ζητήματα. Η δουλειά σου είναι να διατηρήσεις τη προσοχή του στην εικόνα που έχει αυτός για το κόσμο. Μάθε τον να την λέει "αληθινή ζωή" και μην τον αφήσεις να αναρωτηθεί τι εννοεί με τη λέξη "αληθινή".

                            Θυμήσου, δεν είναι, σαν και εσένα, πνεύμα όλος δι' όλου. Δεν έχεις υπάρξει ποτέ άνθρωπος (το σιχαμερό πλεονέκτημα του Εχθρού) και δε συνειδητοποιείς πόσο σκλαβωμένοι είναι στη δύναμη της συνήθειας. Είχα κάποτε έναν ασθενή, εκ πεποιθήσεως άθεο, που συνήθιζε να διαβάζει στο Βρετανικό Μουσείο. Μια μέρα, καθώς διάβαζε, κατάλαβα πως ένας συνειρμός στο μυαλό του άρχιζε να ξεστρατίζει. Ο Εχθρός, φυσικά, βρέθηκε αμέσως απο πάνω του. Μέχρι να καταλάβω τι γινόταν, είδα είκοσι χρόνια δουλειάς να τρέμουν συθέμελα. Αν δοκίμαζα την επιχειρηματολογία ως τρόπο άμυνας θα ήμουν τελειωμένος. Όμως δε φέρθηκα τόσο ανόητα. Χτύπησα χωρίς χρονοτριβή στο μέρος εκείνο που είχα περισσότερο υπο τον έλεγχό μου και του πρότεινα πως ήταν επιτέλους ώρα για φαγητό. Ο Εχθρός, υποθέτω, ανταποκρίθηκε (γνωρίζεις φυσικά πως κανείς δε μπορεί να κρυφακούσει τί τους λέει) πως αυτό ήταν πιο σημαντικό απο το φαγητό. Τουλάχιστον νομίζω πως του ψιθύρισε κάτι τέτοιο γιατί όταν του είπα "όντως, είναι μάλλον πολύ σημαντικό για να καταπιαστείς μ' αυτό μεσημεριάτικα", ο ασθενής έλαμψε. Και μέχρι να ολοκληρώσω λέγοντας "Καλύτερα να επιστρέψεις μετά το φαγητό που θα έχεις καθαρό μυαλό" ήταν ήδη στο δρόμο του για τη πόρτα. Με το που βρέθηκε στο δρόμο η μάχη είχε νικηθεί. Ένα πιτσιρίκι πουλούσε εφημερίδες και το λεωφορείο 73 μόλις περνούσε, και μέχρι να ανεβεί, του εμφύτευσα την αμετάβλητη πεποίθηση πως, όποια ιδέα και να καρφωθεί στο μυαλό κάποιου εγκλωβισμένου με τα βιβλία του, μια υγιής δόση της "αληθινής ζωής" (εννοώντας το πιτσιρίκο με τις εφημερίδες και το λεωφορείο) ήταν αρκετή για να του δείξει πως "τέτοια πράγματα" απλά δεν υφίστανται. Ήξερε πως τη γλύτωσε παρα τρίχα και τα επόμενα χρόνια συνήθιζε να μιλάει για την "άναρθρη αίσθηση της πραγματικότητας που είναι η τελευταία ασπίδα προστασίας ενάντια στις παρεκκλίσεις της λογικής". Πλέον βρίσκεται ασφαλής στον οίκο του Πατρός μας.

                            Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Χάρη σε διαδικασίες που κινήσαμε αιώνες πριν στους ανθρώπους, τους είναι αδύνατον να πιστέψουν στο άγνωστο ενόσω περνάει μπροστά στα μάτια τους το οικείο. Δείξ' του τη συνηθισμένη πλευρά των πραγμάτων. Πάνω απ' όλα, μη χρησιμοποιήσεις την επιστήμη (τη πραγματική επιστήμη) ως ασπίδα ενάντια στον Χριστιανισμό. Γιατί τότε σίγουρα θα αρχίζει να περιεργάζεται πραγματικότητες που δε μπορεί να αγγίξει και να δει. Υπήρξαν δυστυχώς θλιβερές υποθέσεις ανάμεσα στους σύγχρονους φυσικούς. Αν οπωσδήποτε επιθυμεί τις επιστήμες, κράτα τον στην οικονομολογία και στη κοινωνιολογία - μη τον αφήσεις να ξεφύγει απο αυτή την ανεκτίμητη "αληθινή ζωή". Αλλά το καλύτερο απ' όλα θα ήταν να μην τον αφήσεις να μελετήσει καθόλου την επιστήμη μα να του περάσεις την ιδέα πως τα γνωρίζει όλα και πως ό,τι έτυχε να διαβάσει ή να ακούσει σε συζητήσεις είναι "τα αποτελέσματα των σύγχρονων ερευνών". Θυμήσου πως είσαι εκεί για να τον μπερδεύεις. Έτσι όπως μιλάτε μερικοί απο εσάς τους νεότερους δαίμονες, θα πίστευε κάποιος πως κάνουμε εμείς τη δουλειά σας.

                            Ο στοργικός σου θείος,
                            Screwtape.

                            Comment


                            • #44
                              Περίληψη - πίσω μέρος του βιβλίου Βολική αναισθησία του Κωστάκη Ανάν. Το τέλος του κειμένου όλα τα λεφτά!

                              Όταν ήρθε μια εποχή που το τυρί άρχισε να λιγοστεύει επικίνδυνα, μαζεύτηκαν ως συνήθως όλες οι γάτες μαζί για να βρούνε λύση στο πρόβλημα. Τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα γιατί εν τω μεταξύ είχαν σηκώσει κεφάλι και τα ποντίκια και ζητούσαν το μερίδιο που τους αντιστοιχούσε από τα αποθέματα. Στη μεγάλη αίθουσα των συνεδριάσεων υπήρχε μεγάλη αναταραχή, αντεγκλήσεις, νυχιές, δαγκώματα, χαμός. "Κάτω τα χέρια από τα ποντίκια! Είμαστε όλοι ζώα!" νιαούριζαν ακίνδυνα όσοι κάθονταν στα αριστερά. "Τα θεμελιώδη δικαιώματα των ποντικών είναι άμεση συνάρτηση των γατίσιων συμφερόντων", πετούσαν την φαντεζί αρλούμπα τους, όπως πάντα, οι γάτες του κέντρου. "Εδώ δεν έχουμε να φάμε εμείς, θα ταΐζουμε και τα ποντίκια τώρα; Να φύγουνε, να πάνε αλλού!" ούρλιαζαν τα κωλόγατα από τη δεξιά πλευρά της αίθουσας. Το προεδρείο κοιτούσε με απάθεια. Έτσι κι αλλιώς, οι αποφάσεις ήταν ήδη ειλημμένες: Τα ποντίκια φυσικά δεν είχαν καμία ελπίδα. Με τα νέα μέτρα, όμως, θα έμεναν και ένα σωρό γάτες ξεκρέμαστες, και αυτό μπορεί να οδηγούσε σε γενικότερες αναταραχές. Ο κεραμιδόγατος δημόσιας τάξης κοίταξε τον πρόεδρο της συνέλευσης και, από το βλέμμα που εισέπραξε, κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα να ενεργοποιηθεί για άλλη μια φορά η προαιώνια, κατάπτυστη, ανίερη συμμαχία. Σήκωσε το τηλέφωνο, κάλεσε τον αριθμό, και μια τραχιά φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής απάντησε: "Γαβ;"
                              The illusion of free will is an illusion.

                              Comment


                              • #45
                                Απόσπασμα απο το βιβλίο "Μαουτχάουζεν", μαρτυρίες του Ιάκωβου Καμπανέλλη απο τη διαμονή του στο ομώνυμο στρατόπεδο συγκέντρωσης τη περίοδο 1943-1945:

                                <<Συλλογιζόμασταν έναν Βέλγο, έναν τραγουδιστή όπερας που άλλοτε, τις Κυριακές τ' απογεύματα, τραγουδούσε Κάρμεν, Τόσκα, Κουρέα της Σεβίλης.
                                Μια μέρα πήγε να ρίξει ένα κομμάτι ψωμί στην παράγκα αριθμός 20, εκεί που κλείνανε τους μελλοθάνατους. Τον είδε ο φρουρός. Τον βασάνισαν, ώσπου να μαρτυρήσει για ποιον ήταν το ψωμί. Ύστερα τους βάλανε και τους δύο στο κρατητήριο που είχε ένα δυνατό προβολέα στην οροφή. Τους αφήσανε μια βδομάδα χωρίς νερό και φαΐ. Μόνο με το φως του προβολέα. Όταν τους βγάλανε, ήταν τρελοί και μισότυφλοι. Τους είπανε πως "στην άκρη του διαδρόμου είχε ένα ποτήρι νερό και ένα πιάτο φαΐ. Όποιος πάει πρώτος, θα φάει και θα πιει." Άρχισαν να σέρνονται προς τα κει, γιατί κανείς τους δεν είχε δύναμη να σταθεί όρθιος. Ο Βέλγος πήγαινε μπροστά κι ο άλλος τον τράβαγε απ' τα πόδια, για να τον κρατήσει πίσω. Δεν ήταν πια άνθρωποι -πώς να'ναι-, ήταν δυο ζώα που θέλανε να μη ψοφήσουν. Κλοτσούσε, δάγκωνε ο ένας τον άλλον, ώσπου ο Βέλγος κατάφερε να δώσει μια πιο γερή και να αφήσει αναίσθητο εκείνον που είχε βοηθήσει ρίχνοντάς του ψωμί. Οι Ες-Ες παρακολουθούσαν τη κούρσα, έξαλλοι απο ενθουσιασμό. Κι όταν είδαν τον "καλό Βέλγο" να αφήσει αναίσθητο τον άλλον και να σούρνεται να πιει μόνος του το νερό και να φάει μόνος του το φαΐ, αρχίσανε να φωνάζουνε "τρέχα, βρομόσκυλο, τρέχα, βρομογούρουνο, τρέχα, υπάνθρωπε. Τώρα είσαι εντάξει." Αποκτηνώνοντας με τέτοια μέσα τον καθένα που είχε δείξει ανθρωπιά και θάρρος, εκδικούνταν το "καλό" που είχε κάμει.>>

                                Comment

                                Working...
                                X