Μια ανήσυχη νύχτα, κάπου μέσα στο μαγικό δάσος του Νίμπελ, ένα μοναχικό πλάσμα, η Νάρου, βρίσκει ξάφνου την αγάπη σε ένα μικρό και χαμένο πνεύμα του δάσους, ονόματι Όρι. Έπειτα, παρακολουθούμε ίσως την πιο συγκινητική σεκάνς στην ιστορία του μίντιουμ: το μεγάλωμα του Όρι στη στοργική αγκαλιά της Νάρου, θαρρείς με ψήγματα κινηματογραφικής ιδιοφυίας. Τα αμέριμνα παιχνίδια μητέρας και θετού παιδιού, τα πειράγματα, τις απλές στιγμές αγάπης, σαν αναμνήσεις από μια παιδική ηλικία που δεν ζήσαμε ποτέ... Κι έπειτα μια βροχερή νύχτα, το αρχαίο δέντρο ζητά ξανά το χαμένο παιδί του. Έτσι πέφτει κατάρα στο μαγικό δάσος του Νίμπελ, και η Νάρου με αυτοθυσία πραγματικής μητέρας απαρνείται τους τελευταίους καρπούς του ρημαγμένου τοπίου για να έχει μια μπουκιά να φάει το σπλάχνο της. Ο Όρι μένει ορφανός και ξεκινάει το δικό του ταξίδι, για να ενωθεί με το ριζικό του και να φέρει ξανά την ειρήνη στο μαγικό δάσος του Νίμπελ.
Κάπως έτσι ξεκινάει το Ori and the Blind Forest, το πόνημα της Moon Studios, που έβαλε ξανά στον χάρτη το νιτς είδος των metroidvania. Και είναι πράγματι ένα εξαίσιο παιχνίδι, γεγονός που προδίδει κάθε πτυχή του τεχνικού του τομέα. Τα γραφικά, σαν να έχουν βγει από ταινία της Πίξαρ. Ο ηχητικός τομέας, με τα πλούσια εφέ και το πλήρως ενορχηστρωμένο σάουντρακ. Οι φυλωσιές στο προσκήνιο, που με χάρη πολλές φορές κρύβουν τη δράση. Η απαλή κίνηση του χαρακτήρα, καθώς ελίσσεται στα πανέμορφα σκηνικά του μαγικού δάσους του Νίμπελ.
Αν νομίζετε πως η τρυφερή ιστορία του Όρι είναι και μια εύκολη ιστορία, είστε γελασμένοι. Καραδοκούν κάθε λογής κίνδυνοι, από ακανθώδεις μπάλες μικρές, ακανθώδεις μπάλες μεγάλες, ακανθώδεις μπάλες που χωρίζονται σε μικρότερες ακανθώδεις μπάλες κι αυτές με τις σειρά τους σε ακόμα μικρότερες. Όμως, οι καλλιτέχνες της Moon Studios έχουν εξοπλίσει τον παίχτη με τη δυνατότητα σωσίματος κατα βούληση. Έτσι, η εκτεταμένη διαδικασία δοκιμής και λάθους, πάνω στην οποία ιδιοφυώς πατάει το γκέιμ πλέι, προσγειώνεται στα... πούπουλα, καθώς η αποτυχία του παίχτη δεν τιμωρείται με ένα σκληρό Game Over, παρα μονάχα μεταφέρεται λίγες στιγμές νωρίτερα, με τη γνώση του λάθους να οπλίζει τη φαρέτρα του.
Και είναι πράγματι μια φαρέτρα γεμάτη βέλη-ικανότητες. Μέχρι το τέλος του παιχνιδιού ο Όρι θα μπορεί να σκαρφαλώσει, να εκτοξευθεί απο θέση σκαρφαλώματος, να επιτελέσει διπλό άλμα, τριπλό άλμα, να προσγειωθεί με δύναμη, να απογειωθεί με δύναμη, να επιτεθεί με φλεγόμενες μπάλες απλές ή φορτωμένες με ενέργεια, να κάνει dash στο έδαφος ή στον αέρα, να κάνει bash και να χρησιμοποιήσει σαν γκλάιντερ το φτερό του άσπονδου εχθρού-κουκουβάγιας. Μια πανδαισία κινήσεων, μερικές από τις οποίες ο παίχτης θα κληθεί να χρησιμοποιήσει πάνω από μια φορά, χωρίς ποτέ να αμφισβητήσει τη χρησιμότητά τους. Σε αυτό το πλήθος των διαθέσιμων ικανοτήτων έρχεται να προστεθεί και ένα δέντρο αναβαθμίσεων που σταδιακά ενδυναμώνει τον χαρακτήρα και εν πάσει περιπτώσει βοηθάει στην εθιστική ψευδαίσθηση της προόδου. Το σύστημα μάχης αποτελεί άλλη μια πρωτοτυπία: ο παίχτης επιτίθεται σε απόσταση ασφαλείας, πατώντας παρατεταμένα το πλήκτρο της επίθεσης ώσπου ο εχθρός τελικά να εξοντωθεί.
Πραγματικό χαϊλάιτ του παιχνιδιού όμως είναι η κινηματογραφικότητα, έτσι όπως αποπνέεται από τις "σκηνές καταδίωξης" στο τέλος του κάθε μπουντρουμιού, γεμάτες με απρόσμενες παγίδες και χωρίς τη δυνατότητα σωσίματος στο ενδιάμεσο. Οι δεκάδες φορές που ο μέσος παίχτης θα χρειαστεί να τις κάνει από την αρχή, προκειμένου να προχωρήσει, βοηθούν ουτωσώστε να εμπεδωθεί αυτή η κινηματογραφικότητα στο μαγικό δάσος του Νίμπελ.
Το Ori and the Blind Forest είναι κάτι παραπάνω από ένα παιχνίδι. Είναι μια ιστορία αγάπης και συμφιλίωσης, η τρυφερότητα της οποίας μαρτυρείται κι από το χαρακτηριστικά συναισθηματικό τραγούδι τίτλων, μια ιστορία που λαμβάνει χώρα σε έναν πανέμορφο και χρωματιστό κόσμο που μας θυμίζει με τον πιο γλυκό τρόπο πως τα βιντεοπαιχνίδια, τελικά, είναι τέχνη...
Κάπως έτσι ξεκινάει το Ori and the Blind Forest, το πόνημα της Moon Studios, που έβαλε ξανά στον χάρτη το νιτς είδος των metroidvania. Και είναι πράγματι ένα εξαίσιο παιχνίδι, γεγονός που προδίδει κάθε πτυχή του τεχνικού του τομέα. Τα γραφικά, σαν να έχουν βγει από ταινία της Πίξαρ. Ο ηχητικός τομέας, με τα πλούσια εφέ και το πλήρως ενορχηστρωμένο σάουντρακ. Οι φυλωσιές στο προσκήνιο, που με χάρη πολλές φορές κρύβουν τη δράση. Η απαλή κίνηση του χαρακτήρα, καθώς ελίσσεται στα πανέμορφα σκηνικά του μαγικού δάσους του Νίμπελ.
Αν νομίζετε πως η τρυφερή ιστορία του Όρι είναι και μια εύκολη ιστορία, είστε γελασμένοι. Καραδοκούν κάθε λογής κίνδυνοι, από ακανθώδεις μπάλες μικρές, ακανθώδεις μπάλες μεγάλες, ακανθώδεις μπάλες που χωρίζονται σε μικρότερες ακανθώδεις μπάλες κι αυτές με τις σειρά τους σε ακόμα μικρότερες. Όμως, οι καλλιτέχνες της Moon Studios έχουν εξοπλίσει τον παίχτη με τη δυνατότητα σωσίματος κατα βούληση. Έτσι, η εκτεταμένη διαδικασία δοκιμής και λάθους, πάνω στην οποία ιδιοφυώς πατάει το γκέιμ πλέι, προσγειώνεται στα... πούπουλα, καθώς η αποτυχία του παίχτη δεν τιμωρείται με ένα σκληρό Game Over, παρα μονάχα μεταφέρεται λίγες στιγμές νωρίτερα, με τη γνώση του λάθους να οπλίζει τη φαρέτρα του.
Και είναι πράγματι μια φαρέτρα γεμάτη βέλη-ικανότητες. Μέχρι το τέλος του παιχνιδιού ο Όρι θα μπορεί να σκαρφαλώσει, να εκτοξευθεί απο θέση σκαρφαλώματος, να επιτελέσει διπλό άλμα, τριπλό άλμα, να προσγειωθεί με δύναμη, να απογειωθεί με δύναμη, να επιτεθεί με φλεγόμενες μπάλες απλές ή φορτωμένες με ενέργεια, να κάνει dash στο έδαφος ή στον αέρα, να κάνει bash και να χρησιμοποιήσει σαν γκλάιντερ το φτερό του άσπονδου εχθρού-κουκουβάγιας. Μια πανδαισία κινήσεων, μερικές από τις οποίες ο παίχτης θα κληθεί να χρησιμοποιήσει πάνω από μια φορά, χωρίς ποτέ να αμφισβητήσει τη χρησιμότητά τους. Σε αυτό το πλήθος των διαθέσιμων ικανοτήτων έρχεται να προστεθεί και ένα δέντρο αναβαθμίσεων που σταδιακά ενδυναμώνει τον χαρακτήρα και εν πάσει περιπτώσει βοηθάει στην εθιστική ψευδαίσθηση της προόδου. Το σύστημα μάχης αποτελεί άλλη μια πρωτοτυπία: ο παίχτης επιτίθεται σε απόσταση ασφαλείας, πατώντας παρατεταμένα το πλήκτρο της επίθεσης ώσπου ο εχθρός τελικά να εξοντωθεί.
Πραγματικό χαϊλάιτ του παιχνιδιού όμως είναι η κινηματογραφικότητα, έτσι όπως αποπνέεται από τις "σκηνές καταδίωξης" στο τέλος του κάθε μπουντρουμιού, γεμάτες με απρόσμενες παγίδες και χωρίς τη δυνατότητα σωσίματος στο ενδιάμεσο. Οι δεκάδες φορές που ο μέσος παίχτης θα χρειαστεί να τις κάνει από την αρχή, προκειμένου να προχωρήσει, βοηθούν ουτωσώστε να εμπεδωθεί αυτή η κινηματογραφικότητα στο μαγικό δάσος του Νίμπελ.
Το Ori and the Blind Forest είναι κάτι παραπάνω από ένα παιχνίδι. Είναι μια ιστορία αγάπης και συμφιλίωσης, η τρυφερότητα της οποίας μαρτυρείται κι από το χαρακτηριστικά συναισθηματικό τραγούδι τίτλων, μια ιστορία που λαμβάνει χώρα σε έναν πανέμορφο και χρωματιστό κόσμο που μας θυμίζει με τον πιο γλυκό τρόπο πως τα βιντεοπαιχνίδια, τελικά, είναι τέχνη...
Comment