Όταν το 2001 η Microsoft παρουσίαζε το Halo: Combat Evolved στις απανταχού εκθέσεις, σίγουρα δεν θα μπορούσε να προβλέψει πόσο δυνατό χαρτί θα αποδεικνυόταν αυτό το όνομα μετά τη κυκλοφορία του. Παράλληλα, όταν η Bungie (που στο παρελθόν είχε δώσει δημοφιλείς τίτλους για το PC όπως το Marathon και το Myth) ανέπτυσσε αυτό το παιχνίδι, μάλλον δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως θα είναι ο σημαντικότερος σταθμός στην ιστορία της, ο τίτλος που θα την έβαζε στα σαλόνια των ελίτ. Και πράγματι, όλοι έχουν να πουν πως το Halo έσωσε το Xbox απο μία σχεδόν σίγουρη αποτυχία, δίνοντας πάτημα στην εταιρία να συνεχίσει στο χώρο και εν τέλει να μας δώσει μία ακόμα πιο αξιόλογη και μελετημένη πλατφόρμα, το Xbox 360.
Το Halo λοιπόν σε διάστημα μονάχα λίγων χρόνων έχει μεταμορφωθεί σε ένα απο τα πιο δυνατά και κραυγαλέα franchises στη βιομηχανία των βιντεοπαιχνιδιών, έχοντας πουλήσει δεκάδες εκατομμύρια κομμάτια. Ακολούθησαν δύο επιτυχημένα και ποιοτικά sequels καθώς και ένα real time strategy ονόματι Halo Wars, το κύκνειο άσμα της θρυλικής Ensemble. Πέρα απο αυτά, ο κόσμος του Halo ενέπνευσε σωρό απο νουβέλες και διηγήματα, εικονογραφημένες ιστορίες και κινούμενα σχέδια και -παρ'ολίγον- μια ταινία. Τι συμβαίνει όμως με τη κύρια σειρά, αυτή που η Bungie έχει αναλάβει και αυτή που ουσιαστικά αποτελεί τον πυρήνα του κόσμου του Halo;
Το Halo 3: ODST είναι ένας τίτλος βασισμένος στη μηχανή του Halo 3 και διαδραματιζόμενος ανάμεσα στα γεγονότα του Halo 2. Είναι αυτό που θα έλεγαν οι περισσότεροι "stand-alone expansion", κάτι ανάμεσα σε επέκταση του Halo 3 και σε έναν νέο τίτλο. Στην αρχή η Bungie το προόριζε να κοστίζει το μισό μα, στη πορεία, τα πράγματα άλλαξαν και τώρα στη κυκλοφορία του το ODST κοστίζει όσο ένα κανονικό παιχνίδι και γενικά προωθείται ως ένα νέο επεισόδιο στη σειρά. Πέρα απο τη γενικότερη φιλολογία που καλπάζει στο ίντερνετ περι αυτού, θα εξετάσουμε εάν πράγματι μπορεί να σταθεί μόνο του και εν τέλει εάν αξίζει τα λεφτά του.
Το πακέτο περιέχει δύο δίσκους, εκ των οποίων ο ένας περιέχει το πλήρες multiplayer του Halo 3 μαζί με όλους τους χάρτες συν τρεις καινούργιους. Όλο αυτό μας κάνει τη πιο δημοφιλής αρένα multiplayer αυτή τη στιγμή στο Xbox Live μαζί με -πραγματικά- πολλούς χάρτες. Είναι κρίμα που ένας παίχτης του Halo 3, που δεν διατίθεται να πληρώσει για να αγοράσει χάρτες, αποκλείεται απο τις μισές multiplayer επιλογές απλά επειδή δεν διαθέτει τους απαραίτητους χάρτες. Με μία έξυπνη -ή αν θέλετε πονηρή- κίνηση μάρκετινγκ, η εταιρία δελεάζει στην αγορά του όλου πακέτου προσφέροντας την "πλήρη εμπειρία του Halo multiplayer" εκτός των άλλων.
Ο άλλος δίσκος περιέχει αυτό που στην ουσία είναι το ODST. Το "campaign", που είναι η κύρια ιστορία, και το περίφημο "Firefight", που σε άλλα παιχνίδια ονομάζεται "survival mode" ή..."horde". Σίγουρα το κυριότερο ατού του ODST είναι το "Firefight" αφού αποτελεί ίσως και ένα απωθημένο των fans. Στο firefight λοιπόν, ο παίχτης θα πρέπει να αντιμετωπίσει, ολοένα αυξανόμενα σε δυσκολία, κύματα απο στρατιές Covenant σε αρένες παρμένες απο το campaign του τίτλου. Στο Firefight, το δοκιμασμένο shooting gameplay του Halo συνδιάζεται με ένα γνωστό και εθιστικό concept και βγαίνει ένα άψογα υλοποιημένο αποτέλεσμα, αντάξιο των προσδοκιών, που θα ανταμείψει τον παίχτη με το παραπάνω. Το παιχνίδι κυλάει σε sets, που χωρίζονται σε γύρους, που χωρίζονται αντίστοιχα σε "κύματα εχθρών". Όσο περνάνε οι γύροι, ενεργοποιούνται "skulls" (γνωστός όρος για τους μυημένους στο Halo), τα οποία "skulls" προσφέρουν απίστευτες δυνατότητες στον εχθρό, όπως για παράδειγμα διπλή αντοχή ή όρεξη για περισσότερες χειροβομβίδες εναντίον του παίκτη. Σε συνδιασμό με ένα υψηλό επίπεδο δυσκολίας όπως είναι το Heroic ή το Legendary, το firefight εγγυάται να προσφέρει μία συνεχής και διασκεδαστική πρόκληση, μία μάχη ενάντια στο άπειρο. Αδικαιολόγητα όμως, λείπει το matchmaking στο Firefight, που σημαίνει πως εάν δεν έχετε "φίλους" στο Xbox Live ή αν κανείς εκείνη την ώρα δεν είναι μέσα, θα αναγκαστείτε να παίξετε μόνοι σας, αφαιρώντας τη μισή απόλαυση απο το όλο γλυκό.
Οι ODST ή Orbital Drop Shock Troopers είναι η πιο επίλεκτη στρατιωτική ομάδα της UNSC αμέσως μετά τους Spartans. Είναι οι "ειδικές δυνάμεις" του μέλλοντος, οι σκληροτράχηλοι στρατιώτες που αναλαμβάνουν αποστολές που κανείς κανονικός στρατιώτης δεν θα μπορούσε να φέρει εις πέρας. Έγιναν γνωστοί απο το Halo 2, ονομάζονται εναλλακτικά και "Helljumpers" και δεν έχουν εμφανιστεί τόσο πολύ όσο θα έπρεπε στο H2 και στο H3. H Bungie αφορμώμενη απο αυτό έφτιαξε μία ιστορία γύρω απο μια ομάδα ODST, που έχουν ως αποστολή το να εισβάλλουν στο πλοίο του Prophet of Regret το οποίο αιωρείται πάνω απο τη Νέα Μομπάσα. Τελευταία στιγμή η εντολή αλλάζει και διατάζονται να προσγειωθούν στη πόλη για μια άγνωστη αποστολή, που τους έχει δωθεί απο την ONI, την υπηρεσία πληροφοριών της ανθρωπότητας. Ταυτόχρονα και απρόσμενα, το πλοίο τηλεμεταφέρεται και ως εκ τούτου προκαλεί μία τεράστια έκρηξη που εν μέρει καταστρέφει τη πόλη. Ο παίχτης κατ'αρχάς αναλαμβάνει το ρόλο του "Rookie", ενός σιωπηλού χαρακτήρα, αρχάριου στο επάγγελμα, ο οποίος προσγειώνεται ανώμαλα και πέφτει αναίσθητος για έξι ώρες. Έξι ωρές μετά τη πτώση λοιπόν, αρχίζει τη περιπλάνησή του στην σκοτεινή και ρημαγμένη πόλη προσπαθώντας να συγκεντρώσει τα κομμάτια ενός παζλ, να ανακαλύψει τι απέγιναν οι πέντε συντρόφοι του και εν τέλει να εκπληρώσει την αποστολή που του έχει δωθεί.
Η τεχνητή νοημοσύνη της Νέας Μομπάσα, που ακούει στο όνομα "Superintended", τον εφοδιάζει με έναν ηλεκτρονικό χάρτη της πόλης και τον βοηθά ανοίγοντάς του πύλες να περάσει σε νέες περιοχές, δίνοντάς του στοιχεία για το που πρέπει να πάει και προβάλλοντάς του βιντεοσκοπημένες εικόνες που αφορούν τη μοίρα των συντρόφων του. Αφού φτάσει στον εκάστοτε υποδειχθέντα χώρο, ο Rookie παρατηρεί αντικείμενα που έχουν σχέση με τους υπόλοιπους ODST και αυτόματα το παιχνίδι μας μεταφέρει στη περιπέτειά τους αμέσως μετά τη πτώση. Εν τέλει οι ιστορίες πλέκονται μεταξύ τους και "χύνεται άπλετο φως" στην υπόθεση, μέχρι το σενάριο στο φινάλε να πάρει ελαφρώς διαφορετική τροπή.
Έτσι παρατηρείται πως το campaign, υφολογικά, χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο μέρος που ο Rookie αναζητά στοιχεία για τους συντρόφους του, που χαρακτηρίζεται απο απαλή μουσική και σκοτεινά χρώματα και μια ατμόσφαιρα μοναξιάς και εγκατάλειψης, και στο μέρος που ο παίκτης χειρίζεται το καθένα απο τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας όπου επικρατεί συνεχής ένταση που αντικατροπτίζεται απο τη χρωματική παλέτα των γραφικών, τη δυναμική μουσική, τη ροή της δράσης, τη κλασσική βαβούρα "Halo", τους διαλόγους και -κυρίως- το περιβάλλον. Μετά το κάθε "flashback" λοιπόν, ο χειρισμός επιστρέφει στον Rookie ο οποίος θα προχωρήσει για το επόμενο στοιχείο που θα τον μεταφέρει στην επόμενη αποστολή ενός άλλου συντρόφου του, και ούτω καθ'εξής. Η διάρκεια της ιστορίας κυμαίνεται σε μέτρια επίπεδα, περίπου έξι ώρες κατα κοινή ομολογία.
Εδώ η Bungie, όπως και η GearBox με τα Brothers in Arms, πειραματίζεται με τη συναισθηματικότητα που μπορεί να σου προκαλέσει ένας τίτλος σαν και αυτόν. Οι διάλογοι, οι κινήσεις των σωμάτων και οι εκφράσεις του προσώπου, ακόμα και η μουσική, συμβάλλουν στο να δημιουργηθεί ένα κλίμα συντροφικότητας και αγωνίας. Σε γενικές γραμμές η ομάδα ανάπτυξης δεν αποτυγχάνει αυτό που προόριζε να κάνει μα υπάρχει η αίσθηση πως θα μπορούσε να υλοποιηθεί αυτή η σκέψη καλύτερα. Και είναι πράγματι κάτι το ριψοκίνδυνο για το παιχνίδι διότι εύκολα κάποιος μπορεί να βρει αστεία την όλη ατμόσφαιρα και τη σοβαροφάνεια που ενίοτε ντύνεται ο τίτλος, ακόμα και αν συχνά-πυκνά υπάρχουν εκλάμψεις χιούμορ, όπως σε κάθε παιχνίδι της σειράς άλλωστε. Δε λείπει όμως και το βαρύ αμερικανικό ύφος που διέπει τους χαρακτήρες, τα λόγια τους, τη κίνησή τους και γενικότερα τη ροή της ιστορίας. Η Bungie τώρα δανείζεται απο το Hollywood περισσότερα στοιχεία απο ποτέ, οδηγώντας την ιστορία και σε εντυπωσιακές μα και σε κοινότυπες, χιλιοχρησιμοποιημένες στιγμές. Όπως και να'χει, το σενάριο κυλάει πολύ όμορφα, μη έχοντας να μας αποκαλύψει "αρχέγονα μυστικά" ή τελεσίδικες μάχες, μα μια μικρή ιστορία που τρέχει παράλληλα με την ήδη ειπωμένη και γνωστή περιπέτεια του Master Chief. Αξιόλογο είναι πως κάνουν την εμφάνισή τους κάποια καινούργια πλάσματα για τα παιχνίδια, η μυθοπλασία τριγύρω τους να προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Θα είναι πολύ δύσκολο να μάθει κάποιος τη πόλη απ'έξω αφού πάνω κάτω είναι όλη ίδια ενώ το περπάτημα απο τη μία άκρη μέχρι την άλλη (για να προχωρήσει η ιστορία) ίσως να καταντήσει μονότονο. Όμως εδώ θα νιώσει ο παίκτης πως ελέγχει κάτι διαφορετικό μα ταυτόχρονα ίδιο με αυτό που έχει συνηθίσει απο τα προηγούμενα παιχνίδια. Θα αισθανθεί μεν τη πρόθεση της ομάδας για πειραματισμό, πειραματισμός δε που περιορίζεται σε συμβατικά όρια. Η ατμόσφαιρα των ξεχωριστών αποστολών συνεχώς μεταβάλλεται, υποβοηθούμενη είτε απο διαφορετικές χρονικές συνθήκες (με άλλα λόγια διαφορετικά χρώματα) είτε απο απλώς απο διαφορετικές τοποθεσίες. Τους συντρόφους του Rookie τους χαρακτηρίζει μια ιδιαίτερη ζωντάνια, αφού είναι ομιλητικότατοι, ακόμα και κατα τη διάρκεια του gameplay. Πολλές φορές θα ζητωκραυγάσουν όταν πετύχετε -μέσω αυτών- κάποια βολή με το sniper ή όταν καταστρέψετε κάποιο εχθρικό άρμα. Αυτή η ζωντάνια, στο τέλος της αποστολής απότομα σβήνει, αφού η δράση επιστρέφει στο Rookie, και πάντα συνοδεύεται απο μία υποτονική και μελαγχολική μουσική. Ένα υπέροχο ψυχολογικό τρικ απο τη Bungie Studios.
Μέχρι τώρα ελέγχαμε τον Master Chief, έναν βιονικά ενισχυμένο στρατιώτη με δυνάμεις απροσέγγιστες απο απλούς ανθρώπους. Τώρα ελέγχουμε έναν πολύ καλά εκπαιδευμένο άνθρωπο, μα απλά έναν άνθρωπο. Ως εκ τούτου, θα παρατηρήσετε κάποιες διαφορές στις δυνατότητες του χαρακτήρα. Για παράδειγμα, δεν θα μπορεί να ελέγχει ταυτόχρονα δύο όπλα, δεν θα υπάρχει radar που να υποδεικνύει τις θέσεις των εχθρών, δεν θα μπορεί να πηδάει τόσο ψηλά, θα παθαίνει ζημιά αν πέσει απο ψηλές αποστάσεις και κυρίως: δεν θα υπάρχει ασπίδα. Η αλλαγή είναι στην ουσία επιφανειακή μα τώρα αντί για την ασπίδα υπάρχει το "stamina", η αντοχή, που μόλις απορροφηθεί τελείως απο τα εχθρικά πυρά, αρχίζει να μειώνεται η υγεία του χαρακτήρα σας. Η αντοχή θα αρχίσει να ξαναγεμίζει μετά απο κάποια ώρα απο το τελευταίο χτύπημα, η μείωση της υγείας όμως είναι μόνιμη και επαναποκτάται με τα παλιά, καλά medkits που βρίσκεται απο'δω και απο'κει στα επίπεδα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το σύστημα υπόδειξης της αντοχής σας. Όταν μειώνεται, η οθόνη κοκκινίζει και ο χαρακτήρας αρχίζει να παίρνει βιαστικές ανάσες. Όταν αναπληρώνεται, το χρώμα επιστρέφει στο κανονικό και ο χαρακτήρας παίρνει μία μεγάλη βαθιά ανάσα ή ξεφυσάει. Αντί να υπάρχει άλλη μία ένδειξη στην οθόνη, ο παίχτης ειδοποιάται απο οπτικοακουστικά σήματα ρεαλιστικής φύσης. Απο τις πιο καλές μόδες τελευταία στα βιντεοπαιχνίδια.
Η διαφορετικότητα του ODST σε σχέση με τα προηγούμενα έγκειται και στο οτι ο παίχτης πραγματικά θα νιώθει εξ'ορισμού πιο ευάλωτος απο τους εχθρούς, θα χρειαστεί να καλυφθεί περισσότερες φορές βαριανασαίνοντας, προδίδοντας την ανθρώπινη φύση του. Βέβαια αυτή η "ανισότητα" εξαλείφεται στο χαμηλότερο επίπεδο δυσκολίας ή σε περίπτωση ικανότατου παίχτη.
Η ομάδα ανάπτυξης έδωσε μεγάλη σημασία στην επένδυση και την εμπλούτιση της πόλης με πολλών ειδών ήχους, αντικείμενα και με στρατηγική τοποθέτηση των εχθρών μέσα σε αυτήν. Η περιπλάνηση του Rookie λοιπόν λαμβάνει χώρα μέσα στη νύχτα, άρα θα έρθετε αντιμέτωποι με βαθύ σκοτάδι, που επιβάλλει τη χρήση της ειδικής νυχτερινής όρασης που έχει σπουδαία χρησιμότητα στο παιχνίδι, και μέσα στο σκοτάδι θα ξεπηδάνε εκτυφλωτικά φωτεινές επιγραφές και φανάρια, δικαιολογώντας το φουτουριστικό του τίτλου αλλά και δημιουργώντας υπέροχες αντιθέσεις που ευχαριστούν το μάτι. Ενώ το παιχνίδι τρέχει πάνω στη μηχανή γραφικών του Halo 3, καταφέρνει να πάει ένα βήμα παραπέρα χάρη στο εκπληκτικό art-direction. Τα γραφικά απέχουν απο το να είναι "Halo 4" μα δεν είναι ούτε και "Halo 3", και απο αισθητική αλλά και απο τεχνική άποψη. Είναι πολλές φορές που οι εχθροί και τα πυρά τους κατακλύζουν την οθόνη (ειδικά στο firefight) και το frame-rate μένει ακλόνητο. Απο τεχνική άποψη το ODST δεν αποτυγχάνει να εντυπωσιάσει αν και κάποιος μπορεί πράγματι να παρατηρήσει πως η μηχανή γραφικών έχει αρχίσει να δείχνει την ηλικία της σε σχέση με ό,τι έχουμε δει απο το 2007.
Θα παρατηρήσατε πως, μέχρι τώρα, οι αναφορές στη μουσική δεν ήταν λίγες. Όπως και σε κάθε Halo, το soundtrack είναι ανυπέρβλητο. Πάντοτε η δράση ή η ηρεμία ντύνονταν με κάτι παραπάνω απο κατάλληλη μουσική και γι'αυτό η μουσική της Bungie έχει αποκτήσει πια τη δική της ταυτότητα. Αυτή την ταυτότητα ο Martin O'Donnell, ο συνθέτης της σειράς, τολμάει να διαφοροποιήσει λίγο. Αφήνοντας το κλασσικό θέμα του Halo, προχωράει σε πιο jazz μονοπάτια. Έχουμε να κάνουμε με διαφορετικού ύφους μελωδίες, είτε ήρεμες και μελαγχολικές είτε άγριες και δυναμικές. Η μουσική του ODST διεγείρει και μοναξιά και αγωνία, και έχει την ικανότητα να σας ξεσηκώσει να παίξετε το χειριστήριο στο ρυθμό της ή να χαλαρώσετε και να ακουμπήσετε πίσω, ήρεμοι πια. Το πιο συναρπαστικό σημείο της μουσικής επένδυσης όμως είναι η ενορχήστρωση. Θα ακούσετε απο πιάνο και σαξόφωνο μέχρι ηλεκτρικές κιθάρες και τουμπερλέκι, μαζί με διάφορα κρουστά όργανα, πιθανότατα αφρικανικής προέλευσης. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό, μπορούμε να ασφάλεια να πούμε πως οι μουσικοί της Bungie ξεπέρασαν τον εαυτό τους.
Μία ακόμα λεπτομέρεια για την οποία εκθειάζονται τα Halo είναι η συμπεριφορά των εχθρών και των συμμάχων μέσα στη δράση, συμπεριφορά που μπορεί να προκαλέσει και γέλιο και πείσμα εκ μέρους του παίχτη. Τα πάντοτε ποιοτικά voice-overs παραδίδουν απίστευτες αττάκες εν μέσω της μάχης. Εκεί που κάποιος Grunt πετάει ένα "what a world!" λίγο πριν εκραγεί η χειροβομβίδα που είναι κολλημένη στη πανοπλία του, ένας Brute μπορεί να σας αποδοκιμάσει βρίζοντάς σας. Για κάθε Halo ηχογραφούνται χιλιάδες γραμμές διαλόγου που ξεδιπλώνονται σιγά-σιγά όσο λιώνει ο παίχτης στη μάχη. Μπορεί τώρα να λείπουν οι αείμνηστες αττάκες του λοχαγού Johnson ή η απίστευτη χροιά της Cortana όμως το ODST σε αυτόν τον πολύ συγκεκριμένο τομέα καταφέρνει να σταθεί αντάξιο.
Η απόφαση το παιχνίδι να τιμολογηθεί κανονικά πάρθηκε στη πορεία για λόγους σχετικά προφανείς. Κατα πόσο ανταποκρίνεται σε αυτά τα λεφτά ή -για να γίνει πιο ουσιαστικό το ερώτημα- κατα πόσο το Halo 3: ODST καταφέρνει να σταθεί απο μόνο του σαν παιχνίδι είναι ζήτημα κρίσεως. Απο τη μία προσφέρει πιο πολλά πράγματα απο τα περισσότερα παιχνίδια που τιμολογούνται καθώς. Απο την άλλη, κάποιος που θα ισχυριστεί πως είναι απλά μία επέκταση ενός παλιότερου τίτλου δεν θα έχει άδικο. Πέρα απο αυτά, αποτελεί ένα χορταστικό πακέτο με ένα ανεξάντλητο και διασκεδαστικότατο multiplayer και μία ιστορία που, χωρίς να λείπουν τα όποια ελαττώματα, είναι αντάξια του ονόματoς Halo.
[9]
Comment