Πρωταγωνιστής είναι ο κόκκινος δαίμονας Firebrand, επίσης γνωστός ως Red Arremer, αρκετά γνωστός για τους πονοκεφάλους που προκαλεί στους gamers σαν εχθρός του King Arthur. Οι τίτλοι εκτυλίσσονται στο Demon kingdom το οποίο ο Firebrand καλείται να σώσει από μια μεγαλύτερη απειλή. Στο Demon’s Crest, όπως πληροφορούμαστε από ένα γοτθικής αισθητικής intro, o Firebrand καλείται να συλλέξει τα elemental crests πριν πέσουν στα χέρια του Phalanx. Ήδη από το intro γίνεται αντιληπτή η σκοτεινή ατμόσφαιρα του τίτλου που επεκτείνεται τόσο στη γραφική απεικόνιση όσο και στη μουσική επένδυση.
H έναρξη του gameplay βρίσκει τον ήρωά μας παγιδευμένο σε μια arena μιας φυλακής όπου έρχεται αντιμέτωπος με ένα γιγαντιαίο Zombie Dragon. Το καλωσόρισμα λοιπόν του τίτλου είναι κάθε άλλο παρά ευχάριστο. Με το «καλημέρα» ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα boss fight, έστω βασισμένο σε απλό pattern, το οποίο μπορεί να στοιχίσει ένα game over. Η συγκεκριμένη μάχη είναι χαρακτηριστική της κατευθυνσης που ακολουθεί το Demon’s Crest μέχρι το τέλος. Σίγουρα δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο τίτλο...
Όσον αφορά το τεχνικό κομμάτι, αποτελεί έναν από τους αρτιότερους τίτλους του SNES. Λεπτομερέστατα sprites και backgrounds, προσεγμένα animations, πολύχρωμα επίπεδα και περιβάλλοντα. Από τη σκοτεινή χρωματική παλέτα της Graveyard μέχρι τα γεμάτα ζωή περιβάλλοντα του δάσους ή τα ζεστά χρώματα του ηλιοβασιλέματος στoυς Cursed Towers. Στα ίδια υψηλά επίπεδα κινείται και το soundtrack του Demon's Crest. Οι συνθέσεις οφείλουν πολλά στο Τoccata and fugue του J.S.Bach δηλαδή βασίζονται στη χρήση του organ σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που ενισχύει τη γοτθικού τρόμου ατμόσφαιρα που θέλει να πετύχει ο τίτλος.
Το gameplay συνδυάζει στοιχεία του μη γραμμικού χαρακτήρα του Super Metroid με στοιχεία πιο κλασικών action τίτλων. Ο Firebrand μπορεί αρχικά να επισκεφτεί όποια stage επιθυμεί ωστόσο σιγά σιγά ξεκλειδώνουν και κάποιες καινούριες. Τον ρόλο του stage select διαδραματίζει ένα overworld, προς επίδειξη των δυνατοτήτων του Mode 7. Αν εξαιρέσουμε τα όμορφα γραφικά, είναι μάλλον άδειο και δεν προσφέρει κάτι ιδιαίτερο πέραν κάποιων αμφισβητούμενης ποιότητας mini games. Σε κάθε stage ο αντι ήρωας μας καλείται να αντιμετωπίσει ένα major boss που κατέχει ένα εκ των elemental crests είτε αντικείμενα που του χαρίζουν αμυντικές ή επιθετικές ιδιότητες ή ακόμη και life expansions. Εδώ είναι και ο βασικός πυρήνας του gameplay ενώ παράλληλα εμφανίζονται και οι όποιες αδυναμίες του τίτλου. Από τη μία πλευρά υπάρχουν κάποιες γεμάτες ένταση μάχες, με ευδιάκριτα patterns ενώ οι νέες δυνατότητες που αποκτά ο Firebrand αποτελούν έναυσμα για την περαιτέρω εξερεύνηση των προηγούμενων stages, των οποίων το level design αξίζει να σημειωθεί, πως είναι παρά πολύ καλό- υπάρχουν σημεία που ακονίζουν τα platforming skills, ενώ κάποια άλλα αντλούν την έμπνευση από side scrolling shooters. Από την άλλη κάποια boss fights είναι υπέρ του δέοντος κουραστικά και δεν χαρακτηρίζονται από σαφή patterns ενώ ορισμένες demon forms του Firebrand δε χρησιμοποιούνται αρκετά. Υπάρχει βέβαια η δυνατότητα μέσω ενός απλού και λειτουργικού inventory να διαχειριστεί ο παίκτης, healing items και spells- που έχει προμηθευτεί με κάποιο αντίτιμο από shops του overworld. Η χρησιμότητα των δεύτερων βέβαια είναι μάλλον μηδενική, ενώ η χρήση των πρώτων στις πιο δύσκολες μάχες επιτακτική.
Δυστυχώς για μια ακόμη φορά ένας τίτλος του είδους κινδυνεύει να υποβαθμιστεί από μια αμφισβητούμενης αξίας επιλογή των designers. Ο τίτλος δεν έχει battery save αλλά ένα password system. Ακόμη χειρότερα: το password system δεν καταγράφει τον αριθμό των αναλώσιμων items στο inventory ή των gold pieces. Όπως προαναφέρθηκε υπάρχουν κάποια boss fights που μπορεί να κουράσουν ενώ κάποια άλλα σε μετέπειτα levels είναι αρκετά πιο εύκολα, ανάλογα με τις δυνατότητες που έχει ο ήρωας. Παράλληλα αξίζει να αναφερθεί πως υπάρχουν multiple endings, τέσσερα τον αριθμό, με το true ending να απαιτεί την συλλογή όλων των αντικειμένων προκειμένου να θέσει τον παίκτη αντιμέτωπο με ένα από τα δυσκολότερα bosses ever…
Όπως γίνεται αντιληπτό λοιπόν, πρόκειται για ένα παιχνίδι που ευνοείται σε μεγάλο βαθμό από τη χρήση ενός emulator. Με αυτό τον τρόπο αποκτά το πραγματικό του potential ενώ καταφέρνει να γίνει διασκεδαστικό χωρίς να χάνεται το οποιο challenge- ειδικά η τελευταία μάχη για το true ending θα προκαλέσει εφιάλτες και στους πιο εμπειρους oldschool gamers. Σίγουρα πρόκειται για έναν τίτλο που χαρακτηρίζεται από αρκετές αντιθέσεις, υπερβολική δυσκολία σε σημεία, αλλά παραμένει ένα πραγματικά πολύ καλό action adventure με υπέροχη ατμόσφαιρα και προσεγμένο gameplay- χαρακτηριστικό της πλειονότητας των τίτλων της Capcom εκείνη την εποχή. Κλείνοντας, δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου πως ο IGA όλο και κάποιες κλεφτές ματιές θα έριχνε στο Demon’s Crest κατά τη δημιουργία του Symphony of the Night…
Comment